Θετική για τις ελληνικές μετοχές παραμένει η HSBC, η οποία εκτιμά ότι μπορούν να ενισχυθούν λόγω της ισχυρής κυκλικής ανάκαμψης και των φθηνών αποτιμήσεων, ενώ οι τραπεζικές μετοχές είναι στο επίκεντρο της ανάλυσής της.
Σύμφωνα με το διεθνή οίκο, η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει δυναμικά, παρά τη συνεχιζόμενη επιβάρυνση από την έλλειψη τουρισμού». Η HSBC έχει αναθεωρήσει προς τα πάνω την αύξηση του ΑΕΠ φέτος, από 2,2% σε 4,5%.
Το μεγαλύτερο μέρος της ανάκαμψης στον τουρισμό είναι πιθανό να πραγματοποιηθεί το επόμενο και όχι το τρέχον έτος, λέει ο οίκος, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να είναι ακόμη ταχύτερη το 2022, στο 5,5% από 6%.
Στο πλαίσιο της ταχείας κυκλικής ανάκαμψης, το μείγμα αποτίμησης και κερδών της ελληνικής αγοράς φαίνεται ελκυστικό -με δείκτη αποτίμησης κερδών προς κέρδη (P/E) σημαντικά χαμηλότερο από το σύνολο των αναδυόμενων, αλλά με ταχύτερο ρυθμό αύξησης των κερδών.
Η αγορά αποτιμάται με ένα consensus δείκτη P/E 11 φορές για το 2021 και 8,5 φορές για το 2022. Προσφέρει επίσης μια σχετικά υψηλή μερισματική απόδοση 3,3% για το 2021. Η αύξηση των κερδών θα είναι 29,5% για αυτό το έτος και 28,8% για το 2022.
Σύμφωνα με τον οίκο, αξίζει να σημειωθεί ότι η απόδοση των ελληνικών ομολόγων, στο 0,75%, είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες των αναδυόμενων αγορών, γεγονός που αποτελεί πρόσθετο στήριγμα για την αποτίμηση.
Σημαντικό μέρος του επενδυτικού σεναρίου της HSBC για την Ελλάδα, σχετίζεται με τις τράπεζες οι οποίες, αντιπροσωπεύουν το 29% του FTSE Greece. Η HSBC αναφέρει ότι το consensus PE είναι 7,6 φορές για το 2021 και 6 φορές για το 2022, ενώ ο δείκτης εσωτερικής αξίας (P/BV) και για τα δύο έτη είναι 0,4 φορές.
Από πλευράς ρευστότητας, σε αντίθεση με πολλές άλλες μικρές αγορές, απέχει πολύ από το να είναι γεμάτη από κόσμο και επενδυτές. Το μέσο παγκόσμιο αμοιβαίο κεφάλαιο αναδυόμενων αγορών έχει πολύ μικρή θέση στην Ελλάδα και ανεπίσημα έχουμε δει μικρό ενδιαφέρον για τις ελληνικές μετοχές. Αυτό υποδηλώνει ότι εάν μια θετική θεμελιώδης ιστορία αναπτυχθεί, υπάρχει μεγάλο περιθώριο για στήριξη της ρευστότητας, καταλήγει ο οίκος.