του Βασίλη Ε.Ψάλτη
Τα προηγούμενα χρόνια είχε ήδη καταστεί ευρέως αποδεκτό ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες αφενός μετασχηματίζουν τις διαδικασίες των σύγχρονων επιχειρήσεων, αφετέρου ανατρέπουν τις υφιστάμενες οργανωτικές δομές, οδηγώντας σχεδόν νομοτελειακά σε νέα πρότυπα επιχειρηματικής ανάπτυξης.
Επιπλέον, η ψηφιακή τεχνολογία μεταβάλλει τους όρους του ανταγωνισμού στην αγορά, καθώς αναβαθμίζει την ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ συγχρόνως εξοικονομεί κόστος.
Στο νέο αυτό τοπίο, ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν αποτελεί απλώς μια στρατηγική επιλογή, μέσα σε μια διασυνδεμένη και ιδιαίτερα ανταγωνιστική παγκόσμια οικονομία. Αποτελεί όρο επιβίωσης για τις επιχειρήσεις και την οικονομία εν γένει.
Η κρίση που προκλήθηκε το 2020 από την πανδημία επιτάχυνε βιαίως αυτές τις εξελίξεις. Η δοκιμασία στην πράξη των συστημάτων επιχειρηματικής συνέχειας, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των κανόνων κοινωνικής απόστασης και των ταξιδιωτικών περιορισμών σε συνθήκες ραγδαίας επέκτασης της τηλεργασίας, οδήγησε σε ευρεία χρήση των διαθέσιμων τεχνολογικών εφαρμογών πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι αναμενόταν.
Πράγματι, τους τελευταίους μήνες παρακολουθήσαμε άλματα στις πωλήσεις μέσω του ηλεκτρονικού εμπορίου και την εξοικείωση των καταναλωτών και των εργαζομένων με την ψηφιακή τεχνολογία, στοιχεία που σε πιο ομαλές συνθήκες θα απαιτούσε σαφώς μεγαλύτερο διάστημα για να πραγματοποιηθούν.
Στον διεθνή στίβο της ψηφιακής οικονομίας, η χώρα μας δυστυχώς ξεκινά από μειονεκτική θέση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2019 του Παρατηρητηρίου Ψηφιακού Μετασχηματισμού του ΣΕΒ όσο και του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DESI), η χώρα μας είναι 27η μεταξύ 28 κρατών στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα, δηλαδή σε τομείς όπως η συνδεσιμότητα, η χρήση του διαδικτύου, οι ψηφιακές δεξιότητες των εργαζομένων, αλλά και ο βαθμός ψηφιοποίησης των επιχειρήσεων και του Δημοσίου.
Βρισκόμαστε, δηλαδή, πολύ μακριά όχι μόνον από τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα, αλλά ακόμη και από χώρες της ευρύτερης βαλκανικής και μεσογειακής γειτονιάς μας, που έχουν επιτύχει να εντάξουν την ψηφιακή οικονομία και, ευρύτερα, την έννοια της καινοτομίας, στον πυρήνα της καθημερινής τους λειτουργίας.
Ωστόσο, έχουμε λόγους να είμαστε αισιόδοξοι.
Κατ’ αρχάς, στη διάρκεια των τελευταίων ετών της μακρόχρονης οικονομικής ύφεσης της περασμένης δεκαετίας αναδείχθηκε στη χώρα μας ένα δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών εταιρειών που φέρουν τις ψηφιακές τεχνολογίες στο DNA τους. Αυτό το ψηφιακό οικοσύστημα, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός υπερσύγχρονου data center από τη Microsoft, αναβαθμίζουν την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό.
Επιπλέον στοιχείο αισιοδοξίας αποτελεί η εντυπωσιακή είσοδος του Δημοσίου στον ψηφιακό κόσμο, η οποία, εκτός του ότι απλοποιεί την καθημερινότητα των πολιτών, δίνει και νέα ώθηση στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, παρέχοντας σημαντικές «εξωτερικές οικονομίες» (externalities).
Ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας και το Δημόσιο ανταποκρίθηκαν στις προκλήσεις που έθεσε η πανδημία. Το ζητούμενο, πλέον, είναι πώς η τάση αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε δυναμική ανάπτυξης.
Στο πεδίο αυτό διακρίνω τον τρίτο λόγο αισιοδοξίας. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία γιατί ακριβώς δίνει έμφαση σε αυτόν ακριβώς τον τομέα. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά στις χώρες-μέλη να ενσωματώσουν στα προγράμματα που θα υποβάλουν τη σημασία της ψηφιακής οικονομίας, δίνοντας έμφαση σε περιοχές όπως η ανάπτυξη ταχέων ευρυζωνικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων οπτικών ινών και 5G, η αύξηση των ευρωπαϊκών βιομηχανικών ικανοτήτων υπολογιστικού νέφους δεδομένων και ανάπτυξης των πλέον ισχυρών, πρωτοπόρων και βιώσιμων επεξεργαστών, και τέλος η προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων για την υποστήριξη των ψηφιακών δεξιοτήτων, της εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης για όλες τις ηλικίες.
Πράγματι, η κυβέρνηση στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης προωθεί την προμήθεια ψηφιακού εξοπλισμού και λογισμικού, αλλά και τη βελτίωση και επέκταση των ψηφιακών υπηρεσιών, ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Παράλληλα, υποστηρίζει χρηματοδοτικά της σύνδεση της έρευνας των πανεπιστημίων με την παραγωγή και την ενίσχυση της βασικής έρευνας.
Την ίδια στιγμή, επικεντρώνεται στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου για την ανάπτυξη της δημόσιας ψηφιακής υποδομής, με έμφαση στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών συστημάτων και των συστημάτων υγείας.
Είναι λάθος να θεωρείται ότι ο στόχος του ψηφιακού μετασχηματισμού του Δημοσίου αφορά μόνο στην πάταξη της γραφειοκρατίας ή στην εξοικονόμηση εκατομμυρίων ευρώ και ωρών εργασίας που σήμερα χάνονται εξαιτίας των αγκυλώσεων της κρατικής μηχανής. Αφορά κυρίως στη θέση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στον στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού και της χώρας στο νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Και τούτο δύναται να έχει ένα ακόμη πολύ θετικό αποτέλεσμα: να πυροδοτήσει το brain gain που τόσο έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία, καθώς η ψηφιακή μετάβαση απαιτεί υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, ικανό να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ιδιαίτερα απαιτητικές ψηφιακές στρατηγικές.
Μια στρατηγική για την αναβάθμιση του ψηφιακού DNA του ελληνικού κράτους και των επιχειρήσεων της χώρας είναι, παράλληλα με τα φορολογικά και άλλα κίνητρα που υιοθετεί η κυβέρνηση, η προϋπόθεση για την προσέλκυση υψηλού επιπέδου εργαζομένων στην χώρα μας -των digital nomads που προσφέρουν υπηρεσίες ανεξαρτήτως της χώρας κατοικίας τους- αλλά και για τον επαναπατρισμό Ελλήνων που σήμερα ξεχωρίζουν στο εξωτερικό, καθώς η πείρα τους μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την αναμόρφωση της ελληνικής οικονομίας.
Ο ρόλος των τραπεζών, και συγκεκριμένα της Alpha Bank σε αυτό το ταξίδι μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας οφείλει να είναι πρωταγωνιστικός. Καλούμαστε όχι μόνον να στηρίξουμε χρηματοδοτικά καινοτόμα επενδυτικά σχέδια με ισχυρό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, αλλά και να αποτελέσουμε κοιτίδες καινοτομίας, υιοθέτησης των πλέον σύγχρονων τεχνολογιών και προσέλκυσης του υψηλού επίπεδου ταλέντου της πατρίδας μας.
{Ο κ. Βασίλης Ψάλτης είναι CEO της Alpha Bank. Το άρθρο φιλοξενείται στην ετήσια έκδοση Business Review 2020}