του Κωνσταντίνου Κόλλια

Το τελικό σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού αποτυπώνει τις αναπτυξιακές προοπτικές, που έχει θέσει ως στόχο η ελληνική κυβέρνηση.

Διακρίνεται από δύο χαρακτηριστικά:

  1. Την πεποίθηση της κυβέρνησης ότι θα φανεί συνεπής στις δεσμεύσεις της έναντι των πιστωτών για πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% του ΑΕΠ.
  2. Την ταχύτατη υλοποίηση των δεσμεύσεών της έναντι νοικοκυριών και επιχειρήσεων για μείωση της υπερφορολόγησης με στόχο την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, την προσέλκυση νέων επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 2,8% του ΑΕΠ για το 2020, διπλάσιους σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1,4%). Επιπροσθέτως, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου (επενδύσεις) αναμένεται να έχει τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην αύξηση του ΑΕΠ έναντι των άλλων συνιστωσών, προσδίδοντας έτσι χαρακτηριστικά μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.

Άξια αναφοράς είναι η εμπροσθοβαρής μηνιαία κατανομή των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, αν και παραμένει σταθερό στα 6,75 δισ. ευρώ, με στόχο την ταχύτερη απορρόφηση και την αποφυγή της υποεκτέλεσης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια λόγω της συσσώρευσης του μεγαλύτερου ποσού τον τελευταίο μήνα του έτους (2,7 δισ. Ευρώ για το 2019).

Η διασφάλιση της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί προαπαιτούμενο για την ελληνική οικονομία, όμως οι κοινωνικές και αναπτυξιακές παρεμβάσεις είναι ορατές και θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ευημερία των Ελλήνων πολιτών, που τόσο έχουν ανάγκη μετά από 10 χρόνια δημοσιονομικής λιτότητας.

Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία των συνθηκών εκείνων, που θα οδηγήσουν σε σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη.

 

{Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας είναι Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος}