Ο ένας μετά τον άλλο οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι «βλέπουν» Ελλάδα, με τα τμήματα ανάλυσής τους να συστήνουν, ήδη από τα μέσα Νοεμβρίου, μετοχές ελληνικών εταιρειών.
Το «ράλι ανακούφισης», όπως χαρακτηρίστηκε η ανάσυρση του ελληνικού χρηματιστηρίου από την τελευταία θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης τον Νοέμβριο, ήρθε να επιβεβαιώσει όσους υποστηρίζουν πως σε μια «ρηχή» αγορά αρκούν λίγα «ζεστά κεφάλαια» για να παραχθεί πολλαπλάσια υπεραξία.
Και για το Χρηματιστήριο Αθηνών ήταν αρκετές ημερήσιες συναλλαγές 70-75 εκατ. ευρώ για να δημιουργηθούν 9,5 δισ. ευρώ επιπλέον χρηματιστηριακής αξίας στο τέλος του μηνός.
Πλέον, με την αποτίμηση της αγοράς πάνω από τα 55 δισ., το ερώτημα είναι αν το 2021 θα μπορούσε να επαναληφθεί κάτι ανάλογο με το στοίχημα του 2019. Πρακτικά, από… ουραγό φέτος να αποτελέσει ένα από τα στοιχήματα των funds στην κατηγορία των χρηματιστηρίων Ανατ. Ευρώπης-Μέσης Ανατολής και της Αφρικής.
Οι ξένοι οίκοι δείχνουν να ποντάρουν στον συνδυασμό «ανθεκτικών μεγάλων ομίλων-ενδεχόμενης ταχύτερης ανάκαμψης και λόγω εμβολίου/σταδιακής επαναφοράς του τουρισμού-αναδιάρθρωσης δομών οικονομίας/αναδιάταξης επιχειρηματικού χάρτη και τραπεζικού στοιχήματος».
Συνεκτιμώντας τα χαμηλά –συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο– επίπεδα αποτιμήσεων, το τεράστιο discount του τραπεζικού κλάδου, την προοπτική εισροών κεφαλαίων από την Κομισιόν, η αποτίμηση ως προς το ΑΕΠ, που σήμερα δεν ξεπερνά το 35%, έχει περιθώριο να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό, αλλά και των αγορών ΕΜΕΑ.
Κλάδος-«κλειδί» είναι ο τραπεζικός, που, παρότι αντέδρασε 70% τον Νοέμβριο, παραμένει ακόμη αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με την αρχή του έτους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, παρά την εκρηκτική αντίδραση του προηγούμενου μήνα για μόλις το 35%-40% των επενδυμένων κεφαλαίων (σε ετήσια βάση), οι τιμές έφτασαν στα προ Covid-19/lockdown επίπεδα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος παραμένει εγκλωβισμένο (μετρώντας υποαξίες), με τον Δείκτη Τραπεζών στις 500 μονάδες σε διψήφιο discount από τις 903 μονάδες (υψηλά 2020).
Αρχικά ο οίκος Jefferies και στη συνέχεια η Morgan Stanley συμπεριέλαβαν το ελληνικό χρηματιστήριο στα πιθανά κορυφαία trades για το 2021. Για να ακολουθήσει η JP Morgan, που εκτίμησε πως οι τιμές του εγχώριου banking αντιστοιχούν στο 20% της εκτιμώμενης ενσώματης λογιστικής αξίας (p/tbv μόλις 0,2), πολύ χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου του κλάδου (p/tbv στο 0,9), με ό,τι αυτό μπορεί να «κρύβει» για τη συνέχεια, με ορίζοντα το πρώτο τρίμηνο του 2021.
Η BofA/ML, σε έκθεσή της, σημειώνει πως αν το εγχώριο banking εμφανιστεί συγκριτικά ανθεκτικό ως προς το σύνολο χρήσης 2020, τότε θα μπορούσε να υπεραποδώσει έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Άλλωστε ο ελληνικός κλάδος έρχεται από διόρθωση διπλάσια του ευρωπαϊκού (Eurostoxx Banks), «κρύβοντας» έτσι μεγαλύτερο περιθώριο υπεραπόδοσης.
Με το αφήγημα των ξένων οίκων «κουμπώνει» και η προοπτική ενδεχόμενων ΑΜΚ στον τραπεζικό κλάδο. Εγχείρημα που, αν προχωρήσει τελικά, θα επιχειρηθεί να γίνει σε αρκετά υψηλότερες τιμές και το πιθανότερο σε επίπεδα κλαδικού δείκτη αντίστοιχα του Φεβρουαρίου.
Ήδη στην αγορά πιθανολογούνται ενδεχόμενες τιμές, όπου θα διευκολύνονταν αυξήσεις κεφαλαίου, που θα αφορούσαν στην άμεση εισφορά «ζεστού» κεφαλαίου, «ένεση» που θα ενδυνάμωνε τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Δυνητικές τιμές, όπως προκύπτουν και με τη βοήθεια της «τεχνικής ανάλυσης», θα μπορούσαν να είναι: 2,20-2,50 για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, 1,20-1,30 για την Alpha Bank, 0,70-0,80 για την Eurobank και 2-2,30 ευρώ για τη μετοχή της Πειραιώς.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, με τον Δείκτη Τραπεζών στην περιοχή των 700 μονάδων, θα αντιστοιχούσαν επίπεδα από 15% έως 25% υψηλότερα για τη μεγάλη κεφαλαιοποίηση, δηλαδή με τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που αποδεικνύονται ανθεκτικοί, μέχρι τώρα, να διαμορφώνονται σε λιγότερο ή περισσότερο υψηλά επίπεδα.
Αν για τις εισηγμένες του… ΣΕΒ (που αποτελούν και τη «ραχοκοκκαλιά» του χρηματιστηρίου) επιβεβαιωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης (όπως αυτοί προκύπτουν βάσει της προβολής των μεγεθών εννεαμήνου) για το σύνολο του 2020 και με την προϋπόθεση πως η προοπτική τους (outlook) κυμανθεί σε ανάλογα επίπεδα για το 2021, τότε για τον FTSE25 θα είναι εφικτή η επαναφορά του προς τα «υψηλά έτους», τις 2.300 μονάδες.
Προϋπόθεση είναι η διατήρηση της τάσης για τους 10 μεγαλύτερους/βαρύτερους ομίλους/εισηγμένες του χρηματιστηρίου, δηλαδή για ΟΤΕ, Coca-Cola, Mytilineos, Jumbo, ΤΙΤΑΝ, Motor Oil, ΟΠΑΠ, Ελληνικά Πετρέλαια, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ/Ενεργειακή και ΔΕΗ (εκτός τραπεζών). Προοπτική που, σύμφωνα με τα μεγέθη τρίτου τριμήνου και συγκεκριμένα ποιοτικά στοιχεία της παραγωγικής δραστηριότητας, δείχνει εφικτή.
Η άνοδος των εξαγωγών κατά 1,5% (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών), η μικρή υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής (2,5%), η άνοδος της οικοδομικής δραστηριότητας (15,5%) κ.ά. καταδεικνύουν την ανθεκτικότητα νευραλγικών κλάδων, τομέων της οικονομίας/παραγωγής.
Σε αυτά τα στοιχεία (αλλά όχι μόνο) βασίζονται ξένοι οίκοι για να υποστηρίξουν και να προβάλουν την προοπτική ενός ενδεχόμενου “Greek Big Play” για το 2021. Το συγκριτικά χαμηλό κόστος, σε συνδυασμό με το μέτριο ρίσκο που είχε η υπεραπόδοση του Νοεμβρίου-πρώτου δεκαημέρου του Δεκεμβρίου, φαίνεται πως ενίσχυσε την «όρεξη» των κάθε λογής επενδυτικών οίκων και funds να επιχειρήσουν να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που αποκτά το ΧΑΑ σε σχέση με άλλα της ευρύτερης ζώνης των ΕΜΕΑ.
Οι προθέσεις τους, σύμφωνα με αναλυτές, θα φανούν κυρίως από την αρχή του έτους (ενδεχομένως σε ένα “January effect”), πιθανόν με έναν κύκλο εμβολιασμών στην Ευρώπη, και στο διάστημα μέχρι Μάρτιο-μέσα Απριλίου. Δηλαδή τότε που τα κάθε λογής funds επενδύουν το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους (περισσότερο από 70%), θυμίζοντας πως τα “υψηλά έτους” για το ΧΑΑ καταγράφηκαν φέτος τον Φεβρουάριο.
………………….
Περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2020