Μετά από έναν 14μηνο κύκλο ανόδου των επιτοκίων σε ύψος-ρεκόρ από την ΕΚΤ και έπειτα από άλλους 9 μήνες που παρέμειναν αμετάβλητα, η τελευταία θα ανακοινώσει την πρώτη μείωση. Κατά 25 μονάδες βάσης, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών, δηλαδή το βασικό επιτόκιο (καταθέσεων) από το 4% στο 3,75% και το βασικό αναχρηματοδότησης από το 4,5% στο 4,25%, σηματοδοτώντας την απαρχή ενός καθοδικού κύκλου. 

Η μείωση του επιτοκίου αναχρηματοδότησης θα είναι η πρώτη μετά από σχεδόν μία δεκαετία και συγκεκριμένα από τον Σεπτέμβριο του 2014. Τότε, το συγκεκριμένο επιτόκιο διαμορφώθηκε στο -0,20% από -0,10%, σε μια χρονιά κατά την οποία η ΕΚΤ εισήλθε στην περίοδο των αρνητικών επιτοκίων και λίγο μετά στην ποσοτική χαλάρωση, για να αποφύγει το ενδεχόμενο αντιπληθωρισμού στην ευρωζώνη. 

Πλέον, το διεθνές περιβάλλον έχει μεταβληθεί θεαματικά, με εμφανείς επιπτώσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία και επιχειρηματικότητα, που πλήττεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, συνεπεία των επάλληλων κρίσεων. Αβέβαιη ωστόσο διαφαίνεται η συνέχεια, με τα «γεράκια» της Φραγκφούρτης να επιδιώκουν να ψαλιδίσουν, εκ των προτέρων, τα φτερά των «περιστεριών», περιορίζοντας όσο περισσότερο γίνεται τις επόμενες μειώσεις, για το 2024. 

Οι αμφιβολίες για την ταχύτητα μείωσης του πληθωρισμού είναι δεδομένες: τον Μάιο, αυξήθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο, στο 2,6%, και έχει χαμηλώσει τις προσδοκίες που υπήρχαν στην αρχή του έτους για ταχύτερη μείωση. Μάλιστα, η Ίζαμπελ Σνάμπελ (μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής, αρμόδια για τις εισηγήσεις των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής) και ο πρόεδρος της Bundesbank, Γιόαχιμ Νάγκελ, έχουν τοποθετηθεί δημόσια ότι δεν θεωρούν σκόπιμο να γίνει πολύ γρήγορα η δεύτερη μείωση των επιτοκίων. Προφανώς, αναφέρονται στη συνεδρίαση του Ιουλίου (18/7), αυτό είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο. Σε αυτήν την περίπτωση, θα μένουν οι συνεδριάσεις του Σεπτεμβρίου (12/9), του Οκτωβρίου (17/10) ή και του Δεκεμβρίου (12/12). Με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, η προοπτική μείωσης «δείχνει» επιτόκια του 2,5% ή 2,25% προς το δεύτερο εξάμηνο του 2025. 

Με υψηλό τον βαθμό αβεβαιότητας/ρευστότητας, συνδυαστικά με την αδυναμία της ευρωπαϊκής οικονομίας να σταθεί ανταγωνιστικά απέναντι σε αυτήν των ΗΠΑ, αλλά και σε χώρες του μεγέθους μιας Κίνας ή και Ινδίας (ταχύτατα ανερχόμενης), τα κόστη χρήματος προδικάζεται πως θα παραμείνουν υψηλά και το 2024. 

Από αυτήν την άποψη, μόνο τυχαία δεν θεωρούν παράγοντες της αγοράς την υποβάθμιση της γαλλικής οικονομίας σε ΑΑ- από την Standard & Poor’s.

από ΧΡΗΜΑ WEEK