Μετά από δύο χρόνια στασιμότητας, το 2015 και το 2016, η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε το 2017, με την Ελλάδα να καταγράφει τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα ανοδικού ΑΕΠ για πρώτη φορά τα τελευταία 11 χρόνια. Το ΑΕΠ αυξήθηκε τελικά το 2017 κατά 1,3%, λόγω εξαγωγών και επενδύσεων. Φέτος, ο τουρισμός και οι εξαγωγές αναμένεται να παραμείνουν οι βασικοί πυλώνες.
Αν και ακόμη παραμένει στάσιμη, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να ενισχυθεί, λόγω ανάκαμψης της αγοράς εργασίας. Περισσότερες από 100.000 θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν το 2017, μειώνοντας την ανεργία κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Τα ιδιωτικά εισοδήματα και η κατανάλωση ενδέχεται να στηριχθούν επίσης από τη βελτίωση στα δημόσια οικονομικά, που είναι πλέον αρκετά υγιής, ώστε να υπάρχουν σκέψεις για νέα στοχευμένα κοινωνικά μέτρα. Τέλος, οι επενδύσεις, που είχαν καταρρεύσει μαζικά από την αρχή της κρίσης θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν, λόγω των βελτιωμένων προοπτικών ανάπτυξης και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, που αναμένεται να φέρει στην Αθήνα έσοδα περίπου 2 δισ. ευρώ το 2018.
Ενώ η χώρα επωφελείται ξεκάθαρα από το ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η βασική ώθηση έχει επέλθει από εγχώριους παράγοντες. Πρώτα από όλα στο δημοσιονομικό μέτωπο, όπου τα πράγματα έχουν χαλαρώσει σημαντικά από τη στιγμή που η Αθήνα ξεκίνησε να καταγράφει μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα.
Έχοντας ξεπεράσει το 3,5% του ΑΕΠ το 2016, το πλεόνασμα δεν απέχει πολύ από το 2,5% του ΑΕΠ το 2017, σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους. Από τη στιγμή που ξεκαθάρισε ότι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ολοκληρώνεται, η ανανεωμένη εμπιστοσύνη διαχύθηκε σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και επενδυτές και ενισχύεται σταδιακά. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται να συνεχιστεί η ανάκαμψη και η ενίσχυση της δραστηριότητας.
Εάν το οικονομικό περιβάλλον παραμείνει ευνοϊκό και οι οικονομικές πολιτικές της Αθήνας δεν εκτροχιαστούν μετά το πρόγραμμα, η ανάπτυξη θα μπορούσε να κινηθεί μεταξύ 2% και 2,5% ετησίως τόσο φέτος όσο και το 2019.
Η αβεβαιότητα είναι μεγαλύτερη μεσοπρόθεσμα, έως ότου ξεκαθαρίσει σε τι βαθμό ενισχύουν τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Το ζήτημα των μακροχρόνιων προοπτικών ανάπτυξης είναι κρίσιμο, τόσο σε όρους σταθεροποίησης της κατάστασης για τα νοικοκυριά, όσο και σε όρους μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους. Στο πλαίσιο αυτό, οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παραμένουν συγκρατημένοι και εργάζονται με υπόθεση αύξησης του ΑΕΠ με ετήσιο ρυθμό 1,25% μακροπρόθεσμα.
Ζωή χωρίς πρόγραμμα;
Το πρόγραμμα θα λήξει τον Αύγουστο του 2018, σημειώνει η έκθεση της BNP Paris Bas.
Μετά την τρίτη αξιολόγηση, η χώρα έλαβε 6,7 δισ. ευρώ (εκκρεμεί η διάθεση του 1 δισ. εξ αυτών) και εκτιμάται από τον ESM ότι θα πληρωθούν 18,4 δισ. ευρώ μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, ανεβάζοντας το ποσό που θα διατεθεί μέσω του τρίτου προγράμματος σε 58,6 δισ. ευρώ.
Για να ετοιμαστεί για την επόμενη ημέρα, η χώρα επιστρέφει σταδιακά στις διεθνείς αγορές με δύο εκδόσεις στο δεύτερο μισό του 2017 και μία τον Φεβρουάριο του 2018. Εγιναν υπό ευνοϊκές συνθήκες και με την απόδοση του 10ετούς να μειώνεται κάτω από το 6% στα μέσα του 2017 και στο 4,2% στα τέλη της χρονιάς. Για να εξασφαλιστεί η επιστροφή στις αγορές, χτίζεται ένα μαξιλάρι ρευστότητας που «γεμίζει» όχι μόνο με τα χρήματα από τις εκδόσεις τίτλων αλλά και από πληρωμές του ESM που αναμένονται. Ο στόχος φαίνεται να είναι να καλυφθούν οι χρηματοοικονομικές ανάγκες για τουλάχιστον ένα χρόνο.
Ωστόσο, αν και οι οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν την ελληνική οικονομία, το αξιόχρεο θα παραμείνει σε κατηγορία «speculative» (κερδοσκοπίας).
Κατά συνέπεια, είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την ΕΚΤ μόνο με βάση το waiver, το οποίο όμως θα λήξει όταν τελειώσει το πρόγραμμα. Αυτός είναι και ο λόγος, θυμίζει η BNP Paribas, που ο Γ. Στουρνάρας υποστηρίζει την επιλογή μιας προληπτικής γραμμής στήριξης για την επόμενη ημέρα από τη λήξη του προγράμματος, καθώς αυτή θα επέτρεπε τη διατήρηση του waiver, διευκολύνοντας μελλοντικές εκδόσεις χρέους.
Για την κυβέρνηση Τσίπρα, ωστόσο, το συμβολικό και πολιτικό κόστος της διατήρησης της χώρας σε πρόγραμμα φαίνεται να είναι πολύ υψηλό, ακόμα και αν συνοδεύεται με μειωμένη επιτήρηση. Γι’ αυτό, αν επιτρέψουν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες, η Ελλάδα θα προσπαθήσει την «καθαρή έξοδο» αυτό το καλοκαίρι, κάτι που μάλιστα σε αυτή τη φάση φαίνεται να προτιμούν και οι Ευρωπαίοι πιστωτές.
Περαιτέρω ευρωπαϊκή προσπάθεια απαιτείται για το χρέος
Το δημόσιο χρέος ανερχόταν σε 328 δισ. ευρώ στα τέλη του 2017. Κατά κύριο λόγο αποτελείται από δάνεια του επίσημου τομέα με ωριμάνσεις έως το 2060. Η μέση ωρίμανση είναι πάνω από τα 18 χρόνια, με μέσο επιτόκιο 1,8%. Προηγούμενες αναδιαρθρώσεις έχουν καθαρίσει το πεδίο, μείωσαν τις βραχυπρόθεσμες με μεσοπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες και άνοιξαν τον δρόμο ώστε η χώρα να επιστρέψει στις αγορές.
Μακροπρόθεσμα, όμως, αυτά τα επίσημα δάνεια πρέπει να αποπληρωθούν και να αντικατασταθούν από ιδιωτικό χρέος.
Το θέμα είναι να πειστούν οι επενδυτές τώρα ότι η μετάβαση θα οδηγήσει σε διαχειρίσιμες χρηματοοικονομικές ανάγκες, δεδομένης και της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Για να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οι Ευρωπαίοι πιστωτές συζητούν περαιτέρω αναδιάρθρωση, που θα μπορούσε να συνδέσει τις αποπληρωμές με την οικονομική επίδοση.
Πόσο σημαντική θα είναι η προσπάθεια;
Η αισιόδοξη άποψη είναι ότι η απάντηση θα δοθεί πριν από το καλοκαίρι, αλλά όπως συχνά γίνεται με την Ελλάδα, η συναίνεση θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί τόσο νωρίς.