Η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση, κατά το τρέχον έτος, αναμένεται να αντισταθμίσει, εν μέρει, τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, αμβλύνοντας την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και θέτοντας τις βάσεις για ανάκαμψη από το επόμενο έτος.
Σύμφωνα με το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2021, το συνολικό ύψος των παρεμβάσεων με σκοπό τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, αναμένεται να ανέλθει σε Ευρώ 24,2 δισ., για τα έτη 2020-2021.
Επίσης, πρόσφατα, η Κυβέρνηση ανακοίνωσε επιπλέον μέτρα οικονομικής στήριξης των επαγγελματικών κλάδων που πλήττονται από τoυς νέους περιορισμούς στην οικονομική δραστηριότητα που θα ισχύσουν τον Νοέμβριο, ύψους Ευρώ 3,3 δισ., έως το τέλος του έτους.
Παράλληλα, ο Πρωθυπουργός, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τον Σεπτέμβριο, ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα δώδεκα σημαντικών μεταρρυθμίσεων που αφορούν στη δημόσια διοίκηση και σε σημαντικούς θεσμικούς τομείς. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αναμένεται να βελτιώσουν σημαντικά το επιχειρηματικό περιβάλλον, ελαττώνοντας το κόστος εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά, εξαλείφοντας περιττές και χρονοβόρες διαδικασίες και εκσυγχρονίζοντας τομείς της δημόσιας διοίκησης και της αγοράς που χαρακτηρίζονται από στρεβλώσεις.
Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας, αναμένεται να θέσουν τα θεμέλια για την επάνοδο της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της.
Το σχέδιο των μεταρρυθμίσεων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας, της δημόσιας διοίκησης και του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και της επαγγελματικής εκπαίδευσης, την εισαγωγή ενός κεφαλοποιητικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση, αλλά και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και την ψηφιοποίηση των δικαστικών διαδικασιών.
Ειδικά ως προς το τελευταίο, οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται -σύμφωνα με την ομιλία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ- αφορούν στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, με έμφαση στην ψηφιοποίηση και αυτοματοποίηση των διαδικασιών, στην εισαγωγή του θεσμού της πιλοτικής δίκης και των επίκουρων βοηθών-δικαστών, καθώς και στην υιοθέτηση ενός νέου λειτουργικού πλαισίου για την Εθνική Σχολή Δικαστών.
Οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και ειδικότερα στο δικαστικό σύστημα αποτελούν αδήριτη ανάγκη, προκειμένου να βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα στη χώρα, προσελκύοντας ΑΞΕ και ενισχύοντας την παραγωγικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Η επιτάχυνση των διαδικασιών για τη λήψη των δικαστικών αποφάσεων, καθώς και η μείωση του αριθμού των συσσωρευμένων εκκρεμών υποθέσεων, αποτελούν σημαντικό δείκτη αποδοτικότητας του δικαστικού συστήματος. Η εκτιμώμενη μέση διάρκεια επίλυσης δικαστικών υποθέσεων έχει αυξηθεί τα τελευταία έτη, φθάνοντας τις 559 ημέρες το 2018, ενώ το ποσοστό επίλυσης εκκρεμών υποθέσεων μειώθηκε αντίστοιχα, φθάνοντας στο 86,3% το 2018.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σχετικά με τις διοικητικές υποθέσεις, οι οποίες αφορούν δικαστικές διαφορές ιδιωτών με το Δημόσιο, έχει σημειωθεί σχετική βελτίωση στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, τόσο σε όρους μέσης εκτιμώμενης διάρκειας της επίλυσης δικαστικών υποθέσεων (601 μέρες το 2018, από 1520 μέρες το 2012), όσο και στο ποσοστό επίλυσης των εν λόγω υποθέσεων (από 143,2% το 2012, σε 163,5% το 2018) σε σχέση με το 2012.
Το δικαστικό σύστημα, εκτός από έγκαιρες αποφάσεις, είναι απαραίτητο να επιδεικνύει και στοιχεία αποτελεσματικότητας.
Οι επαρκείς ανθρώπινοι πόροι είναι σημαντικοί για την ποιότητα του δικαστικού συστήματος και στην Ελλάδα, υπάρχει σχετικά υψηλός αριθμός δικηγόρων ανά 100 χιλιάδες κατοίκους, ενώ και ο αριθμός των δικαστών παραμένει σε υψηλά επίπεδα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα των υλικών πόρων αντανακλάται έμμεσα στις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης για τη λειτουργία των δικαστηρίων, οι οποίες, ωστόσο, στην Ελλάδα, αν και παρουσιάζουν ανοδική τάση, βρίσκονται σε σχετικά χαμηλό επίπεδο, σε σχέση με άλλες χώρες.
Ένα αποδοτικότερο δικαστικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει σαν πολλαπλασιαστής επενδύσεων, ειδικά σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα, λόγω της πανδημικής κρίσης, συμβάλλοντας στην ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, τα επόμενα έτη.
Πιο αναλυτικά, οι μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα είναι κρίσιμο να κινηθούν προς τις εξής κατευθύνσεις:
Μείωση των καθυστερήσεων στη λήψη αποφάσεων και της συσσώρευσης των εκκρεμών υποθέσεων, μέσω της ψηφιοποίησης των διαδικασιών και της πρόσβασης των λειτουργών σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες για την επικοινωνία με το δικαστήριο, την ηλεκτρονική υπογραφή εγγράφων, ή για την υποβολή εγγράφων και αιτημάτων. Προς την κατεύθυνση αυτή, έχει ήδη σημειωθεί πρόοδος σε συνεργασία με το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, με στόχο την υποχρεωτική ηλεκτρονική κατάθεση όλων των εγγράφων που απαιτούνται για τις διοικητικές υποθέσεις έως την 1η Ιανουαρίου 2021. Ωστόσο, προϋπόθεση για να καταστεί υποχρεωτική η ηλεκτρονική κατάθεση εγγράφων αποτελεί η απόκτηση και χρήση επικυρωμένων ψηφιακών υπογραφών από δικαστές, προσωπικό διοικητικών δικαστηρίων και δικηγόρους. Επιπρόσθετα, η υιοθέτηση της ηλεκτρονικής επίδοσης δικογράφων από τους δικαστικούς επιμελητές αναμένεται να επιφέρει σημαντική μείωση του κόστους εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων.
Κατάρτιση και συνεχή εκπαίδευση του προσωπικού των δικαστηρίων, ειδικότερα σε τομείς που σχετίζονται με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η περαιτέρω εξειδίκευση των λειτουργών του δικαστικού συστήματος αναμένεται να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, επιταχύνοντας την απονομή της δικαιοσύνης και μειώνοντας τον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων.
Δημιουργία “ειδικών” τμημάτων στα δικαστήρια αστικών και διοικητικών υποθέσεων που θα εξετάζουν συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων με σημαντικό οικονομικό αποτύπωμα, η σύνθεση των οποίων θα αποτελείται από δικαστές με εξειδικευμένη και σχετική στην εξεταζόμενη υπόθεση επαγγελματική εμπειρία ή ακαδημαϊκό υπόβαθρο.
Ενεργοποίηση και ενθάρρυνση της προσφυγής σε εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Επέκταση της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, προκειμένου να μειωθεί ο όγκος των υποθέσεων για τις οποίες απαιτείται προσφυγή σε δικαστήριο και να επιταχυνθεί η επίλυσή τους. Σημειώνεται ότι, από τον Νοέμβριο 2019, έχει νομοθετηθεί ένα νέο πλαίσιο διαμεσολάβησης, το οποίο καθιστά υποχρεωτικό, για έναν μεγάλο αριθμό υποθέσεων, έναν αρχικό κύκλο ενημερωτικών συνομιλιών (υποχρεωτική αρχική συνεδρία), πριν την εκδίκαση των υποθέσεων, με σκοπό την προώθηση εξωδικαστικών συμβιβασμών.
Η δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων των εμπορικών υποθέσεων αναμένεται να ενισχύσει τη διαφάνεια και την αποδοτικότητα του δικαστικού συστήματος, μέσω ενός συστήματος “ανωνυμοποίησης” και ηλεκτρονικής καταγραφής των αποφάσεων. Τα οφέλη από τη μεταρρύθμιση αυτή αναμένεται να είναι, μεταξύ άλλων, η ευκολότερη πρόσβαση στην πληροφορία για τους λειτουργούς του δικαστικού συστήματος και η βελτίωση του επιπέδου κατάρτισής τους, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την επίτευξη ενός αποτελεσματικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Η έξαρση της πανδημίας στη Ζώνη του Ευρώ θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψη
Αντιμέτωπες με την έξαρση της πανδημίας βρίσκονται πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες, με αποτέλεσμα η εφαρμογή νέων περιοριστικών μέτρων να απειλεί σοβαρά την εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη στη Ζώνη του Ευρώ. Παρά τη βελτίωση που κατέγραψε στο διάστημα Απριλίου-Ιουλίου 2020, η οικονομική δραστηριότητα εμφανίζει κατά τους τελευταίους τρεις μήνες αδυναμία να συνεχίσει τη δυναμική της εξέλιξη. Ειδικότερα, η πορεία του σύνθετου δείκτη υπευθύνων προμηθειών (PMI), στη Ζώνη του Ευρώ, στο διάστημα των τελευταίων μηνών, υποδηλώνει ότι η ανάκαμψη της οικονομίας στη συγκεκριμένη περιοχή, ανακόπηκε από τον περασμένο Αύγουστο, καθώς η βελτίωση του κλίματος στον κλάδο της μεταποίησης δεν αντιστάθμισε τις απώλειες που σημειώθηκαν στον κλάδο των υπηρεσιών.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών στη μεταποίηση ανήλθε στις 54,4 μονάδες (αρχική μέτρηση), τον Οκτώβριο, από το χαμηλό των 33,4 μονάδων, τον Απρίλιο, καθώς σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας διαδραμάτισε η ανάκτηση νέων παραγγελιών εκτός της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, ο δείκτης PMI για τις υπηρεσίες, παρά την εντυπωσιακή του ανάκαμψη τον Ιούλιο, στις 54,7 μονάδες, εμφανίζει αδυναμία να κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα, με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει από τον Ιούλιο μέχρι και τον Οκτώβριο 8,5 μονάδες.
Η υποχώρηση του δείκτη ΡΜΙ στον τομέα των υπηρεσιών, τον Οκτώβριο, κάτω από τις 50 μονάδες (όριο διαχωρισμού ανάπτυξης και ύφεσης), για δεύτερο κατά σειρά μήνα, είχε ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη μείωση του σύνθετου δείκτη ΡΜΙ κάτω από τις 50 μονάδες, για πέμπτο μήνα από την αρχή του έτους.
Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη. Κατά συνέπεια οι τάσεις στην αγορά εργασίας θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που εφαρμόζονται σε πολλές οικονομίες της Ζώνης του Ευρώ έχουν περιορίσει, μέχρι στιγμής, τις απώλειες θέσεων εργασίας και έχουν συμβάλλει στην απορρόφηση ενός μεγάλου τμήματος της οικονομικής διαταραχής που έχει προκαλέσει η υγειονομική κρίση.
Ωστόσο, ανησυχία προκαλεί η έξαρση της πανδημίας που έχει αρχίσει να καταγράφεται από τον Σεπτέμβριο, καθώς έχει πτωτική επίδραση στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του τελευταίου τριμήνου του 2020. Τα νέα μέτρα περιορισμού των κοινωνικών δραστηριοτήτων για την αποφυγή περαιτέρω εξάπλωσης του ιού COVID-19 αναμένεται να πλήξουν περισσότερο τον τομέα των υπηρεσιών, καθώς ο κλάδος της μεταποίησης είναι λιγότερο εκτεθειμένος σε περιορισμούς.
Ωστόσο, αξίζει να τονιστεί ότι, παρά την αύξηση των κρουσμάτων του ιού COVID-19 σε πολλές χώρες της Ζώνης του Ευρώ, τα νέα περιοριστικά μέτρα που έχουν εξαγγελθεί είναι λιγότερο αυστηρά από αυτά που επιβλήθηκαν την άνοιξη, ενώ οι επιχειρήσεις είναι καλύτερα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν τη νέα οικονομική διαταραχή, με αποτέλεσμα να προσδοκάται ότι η οποιαδήποτε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας θα είναι ηπιότερη από εκείνη που σημειώθηκε στο πρώτο διάστημα του γενικού περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας (lockdown).
Σημειώνεται δε, ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ στη Ζώνη του Ευρώ διαμορφώθηκε σε 3,3%, στο πρώτο τρίμηνο του 2020 και αντίστοιχα, έναντι 14,8%, στο δεύτερο τρίμηνο.
Με γνώμονα τις προβλέψεις για το επόμενο έτος, δεν αποκλείεται η ανάκτηση των απωλειών που σημειώθηκαν στην κορύφωση της υγειονομικής κρίσης να απαιτήσει περισσότερο χρόνο από τον αναμενόμενο. Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να παραμείνει σε επίπεδα χαμηλότερα συγκριτικά με την περίοδο πριν την εμφάνιση της νόσου COVID-19, ενώ η διάθεση ενός αποτελεσματικού εμβολίου σε ένα μεγάλο αριθμό χωρών αναμένεται να συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική ανάκαμψη από το επόμενο έτος.
Παρότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έχει προβλέψει επιστροφή στα επίπεδα της οικονομικής ανάπτυξης προ της υγειονομικής κρίσης το 2022, ενδεχομένως για ορισμένες ευρωπαϊκές οικονομίες να απαιτηθεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, σημαντικός αρωγός στην προσπάθεια της οικονομικής ανάκαμψης θα είναι η συνέχιση της ακολουθούμενης, μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο των αποπληθωριστικών πιέσεων.
Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός στη Ζώνη του Ευρώ παραμένει σε αρνητικό έδαφος (Οκτώβριος 2020: -0,3%), επί τρεις συναπτούς μήνες, ενώ απέχει σημαντικά από το στόχο της ΕΚΤ (2%).
Η αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ μπορεί να διατηρήσει υψηλά τη μεταβλητότητα στις αγορές
Αναμφίβολα, το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο, ο αντίκτυπος για την οικονομία των ΗΠΑ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον οι Δημοκρατικοί θα κατορθώσουν να διατηρήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων και να κερδίσουν την πλειοψηφία της Γερουσίας.
Άλλωστε ο έλεγχος και των δύο σωμάτων δίνει τη δυνατότητα μεγαλύτερης ευελιξίας στο νέο πρόεδρο και στην άσκηση της σχεδιαζόμενης οικονομικής πολιτικής χωρίς εμπόδια.
Οι μικρές διαφορές μεταξύ των δύο πολιτικών αντιπάλων για το προεδρικό αξίωμα, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα αποτελέσματα, αυξάνουν την πιθανότητα για ένα οριακό και ενδεχομένως αμφισβητούμενο αποτέλεσμα.
Η ρητορική του προέδρου Trump για την επανεκλογή του στηρίχτηκε στην οικονομική ανάπτυξη, η οποία οδήγησε στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην άνοδο των χρηματιστηριακών τιμών πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Ο πολιτικός του αντίπαλος επικεντρώθηκε στον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας, ενώ, παράλληλα, έδωσε έμφαση στην αύξηση των δαπανών σε εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, υποδομές και καθαρή ενέργεια.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές, την επομένη της εκλογικής αναμέτρησης, εμφανίζουν μια σχετική νευρικότητα, καθώς το μέχρι στιγμής αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών δεν αποκλείεται να παραμείνει ασαφές για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που περίμεναν οι συμμετέχοντες στις αγορές. Οι τελευταίοι φάνηκαν να στοιχηματίζουν ότι μια νίκη των Δημοκρατικών θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για ένα μεγάλο πακέτο δημοσιονομικών δαπανών στις αρχές του επόμενου έτους, με σκοπό την ανακούφιση από την πανδημία.
Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομία, τις καταναλωτικές δαπάνες και να υποστηρίξει την ανάπτυξη, ακόμη και στην περίπτωση αύξησης των κρουσμάτων του ιού. Ωστόσο, θα σήμαινε, επίσης, μεγάλα ελλείμματα βραχυπρόθεσμα, τα οποία, ενδεχομένως, να οδηγούσαν σε άνοδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων.
Στην αγορά συναλλάγματος, το δολάριο καταγράφει απώλειες έναντι των κυριοτέρων νομισμάτων, ενώ νευρικότητα επικρατεί στις ομολογιακές αγορές. Η απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ διαμορφωνόταν στις 5 Νοεμβρίου στο 0,738%, έχοντας υποχωρήσει από το 0,945%.
Τα προθεσμιακά συμβόλαια του δείκτη S&P 500, καταγράφουν υψηλή μεταβλητότητα, εν μέσω δηλώσεων του πρόεδρου Trump ότι, δεν αποκλείει την περίπτωση να φέρει το αποτέλεσμα των εκλογών στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Σημειώνεται ότι περισσότερα από 100 εκατομμύρια ψηφοφόροι έκαναν χρήση του δικαιώματος της επιστολικής ψήφου, ωστόσο η απουσία μιας ενιαίας διαδικασίας στον τρόπο καταμέτρησης των ψήφων προκαλεί καθυστερήσεις στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από πολιτεία σε πολιτεία.