του ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΚΩΝΣΤΑ
Συντονισμένη και απεγνωσμένη προσπάθεια να δημιουργηθεί, έστω και την τελευταία στιγμή, για την Ελλάδα ένας ειδικός μηχανισμός παροχής ρευστότητας και -κυρίως- εγγυήσεων, ώστε να αποφύγει το οδυνηρό παράδειγμα της Αργεντινής που ξαναγύρισε στην αγκαλιά του ΔΝΤ, καταβάλουν από κοινού τις τελευταίες μέρες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο ESM.
Aφού η Ελλάδα επιμένει να μη ζητήσει την προληπτική γραμμή πίστωσης, υπονομεύοντας την αξιοπιστία όλων των ελληνικών αξιών μετά τον Αύγουστο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επανέρχεται με νέα πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου, ισχυρού χρηματοδοτικού εργαλείου που θα λειτουργεί ως «εγγυητής», όχι μόνο για την πρόσβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις αγορές, αλλά κυρίως για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.
Ο «εγγυητής» πρέπει να διαθέτει φανερή και άφθονη ρευστότητα, ώστε να αποθαρρύνει οποιονδήποτε κερδοσκοπικό σχεδιασμό και ταυτόχρονα να «δανείζει αξιοπιστία» στις ελληνικές επιχειρήσεις, το κράτος και τους οργανισμούς.
Το μαξιλάρι ασφαλείας cash buffer που έχει δημιουργήσει με τη βαριά υπερφορολόγηση των πολιτών η κυβέρνηση, κατά την άποψη της ΕΚΤ αλλά και του ΔΝΤ, πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο για εξαιρετικά δύσκολες και επικίνδυνες για την οικονομία καταστάσεις. Η Ελλάδα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα καλύψει τις δανειακές ανάγκες της μέχρι το 2020 χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας όμως δεν θα έχει την ίδια δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές, ιδιαίτερα όταν οι επενδυτές γνωρίζουν ότι στην πρώτη δύσκολη συγκυρία η Ελλάδα δεν θα έχει στήριξη.
Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες το πρόβλημα οξύνεται με το βάρος των κόκκινων δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πρέπει να μειωθούν κατά 31 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019 (στα 64,6 δισ. ευρώ από 95,7 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2017).
Ακόμη και μετά την ολοκλήρωση αυτών των στόχων, οι τράπεζες θα πρέπει να διαχειριστούν ένα βαρύ φορτίο 64 δισ. ευρώ σε προβληματικά χαρτοφυλάκια.