Του κ. Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου, Δ/ντος Συμβούλου ΓΕΩΕΛΛΑΣ ΑΜΜΑΕ, Β’ Αντιπροέδρου ΣΜΕ
Με διθυραμβικά σχόλια χαιρετίσθηκε η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ολοκληρωτική απαγόρευση των θερμικών κινητήρων στα νέα οχήματα που θα κυκλοφορούν στην ΕΕ από το 2035 και μετά. Σε σχετικά άρθρα αναφέρεται, ότι παρά τις προσπάθειες (!!!) των αυτοκινητοβιομηχανιών, οι Ευρωβουλευτές δεν κάμφθηκαν και έτσι οι Ευρωπαϊκοί ουρανοί σύντομα θα απαλλαγούν οριστικά από τα βλαβερά καυσαέρια. Βέβαια, κανείς δεν σχολίασε το ότι ηλεκτρικά αυτοκίνητα πωλούνται και σήμερα στην ΕΕ και μάλιστα με σημαντικά οικονομικά κίνητρα. Το γεγονός ότι ο Ευρωπαίος πολίτης δεν σπεύδει να τα επιλέξει και χρειάζεται να νομοθετήσουμε την υποχρεωτικότητα τους, θα έπρεπε να προβληματίζει κάποιους !
Ας ασχοληθούμε όμως λίγο με τους αριθμούς. Στην ΕΕ σήμερα κυκλοφορούν περί τα 240 εκατομμύρια αυτοκίνητα και, προ κρίσης, επωλούντο περίπου 12 εκατομμύρια νέα αυτοκίνητα το χρόνο. Εκτιμώντας ότι, εν όψει καθολικής απαγόρευσης, μετά το 2030 ουδείς θα αγοράζει μη ηλεκτρικό αυτοκίνητο, το 2035 θα έχουμε στην ΕΕ τουλάχιστον 70-80 εκατομμύρια ηλεκτρικά τα οποία θα αυξάνουν με ρυθμό 12 εκατομμυρίων το χρόνο. Αυτή η εξέλιξη ανατρέπει δραματικά προς τα πάνω την εκτίμηση της McKinsey για την αύξηση της ζήτησης των μετάλλων και ορισμένων ορυκτών, λόγω των κλιματικών στόχων. Να θυμηθούμε ότι η σχετική μελέτη μιλούσε για αυξήσεις από 200 έως 700% στη ζήτηση, βασιζόμενη στους προηγούμενους – χαμηλότερους στόχους – για το NetZero. Αξίζει επίσης να υπογραμμισθεί ότι ανάλογη έκρηξη θα υπάρξει και στα αδρανή και δομικά υλικά, δεδομένου του ότι θα πρέπει να γίνουν σημαντικότατες επενδύσεις στις υποδομές σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Η Ευρώπη λοιπόν νομοθετεί την έκρηξη της ζήτησης σε ορυκτά, για να πετύχει τους κλιματικούς στόχους που έχει βάλει. Αυτό θα έπρεπε να μας χαροποιεί ως κλάδο, διότι πέρα από την ανάπτυξη του αντικειμένου μας, υπογραμμίζει και την ουσιαστική συμμετοχή μας στην πράσινη μετάβαση. Την ίδια στιγμή όμως, οι Βρυξέλλες αρνούνται πεισματικά την ένταξη της εξορυκτικής δραστηριότητας σε εκείνες που είναι σημαντικές για την επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης και άρα πρέπει να ενισχυθούν (EU Taxonomy). Αυτό είναι επιεικώς οξύμωρο, αν δεν είναι και επικίνδυνα αφελές, ή – κάτι που το απεύχομαι – ύποπτο.
Κατ αρχήν μοιάζει απίστευτο, μεσούσης μιας κρίσεως λόγω της εξάρτησης της ΕΕ από το Ρωσικό αέριο και πετρέλαιο, να νομοθετούμε την υπερ-εξάρτηση μας από το Ρωσικό νικέλιο, ή το λίθιο της Χιλής και το κοβάλτιο του Κογκό. Αντιπαρέρχομαι όμως την γεωπολιτική σημασία του θέματος, υποθέτοντας ότι «έχουν γνώση οι φύλακες».
Είναι παντελώς εσφαλμένο -ο χαρακτηρισμός είναι επιεικής λόγω των αρχών μας- να συζητάμε ότι η μη στήριξη της Ευρωπαϊκής εξόρυξης βοηθάει στην προστασία του περιβάλλοντος. Ότι δηλαδή η, κατά τα άλλα πρωτοπόρος ΕΕ, καταφεύγει στην λύση «δεν το βλέπω άρα δεν υπάρχει». Τα εκατό εκατομμύρια μπαταρίες που θα κινούν τα οχήματα μας μέχρι το 2035 χρειάζονται οκτώ με δέκα εκατομμύρια τόνους μετάλλων. Προφανώς, η κρατούσα άποψη είναι ότι όσο περισσότερα από αυτά παραχθούν εκτός ΕΕ τόσο το καλύτερο. Για ποιόν άραγε;
Η ΕΕ έχει την αυστηρότερη περιβαλλοντική Νομοθεσία τόσο για την παραγωγή της απαιτούμενης ενέργειας για την επεξεργασία του μεταλλεύματος, όσο και για την επεξεργασία καθεαυτή. Συμβαίνει το ίδιο όταν βγούμε έξω από τα Ευρωπαϊκά σύνορα ; Τι ανθρακικό αποτύπωμα έχει η παραγωγή του μετάλλου που χρειαζόμαστε, πχ στην Ινδονησία; Αισθανόμαστε ασφαλείς σε σχέση με την προστασία από την ρύπανση των υδάτων ή του υπεδάφους όταν η εξόρυξη γίνεται στο Κογκό; Δεν έχει αποτύπωμα το να μεταφέρω μετάλλευμα δεκαπέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ; Αν ο στόχος μας είναι να καταστρέψουμε τον πλανήτη χωρίς να χρεωθούμε την κλιματική αλλαγή ως Ευρωπαίοι, τότε οι αποφάσεις μας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που τελικά επηρεάζει το κλίμα του πλανήτη είναι το συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα (total impact assessment) κάθε απόφασης. Η εκτόξευση της ζήτησης για μέταλλα όπως το νικέλιο, φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν τεχνολογίες με πολλαπλάσιο ανθρακικό αποτύπωμα. Αν λοιπόν το πρόσθετο αυτό νικέλιο παραχθεί με 70 τόνους αερίων ρύπων ανα τόνο αντί για 15, λόγω έλλειψης πλουσίων κοιτασμάτων, που αποτυπώνεται αυτή η επιβάρυνση;
Συνοψίζοντας, ο εξορυκτικός κλάδος έχει το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα που επιτρέπουν οι βέλτιστες διαθέσιμες σήμερα τεχνικές. Δημοσιοποιημένες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων όλων των μελών μας (κάτι που επιμελώς λείπει από ανταγωνιστές σε άλλα μέρη του κόσμου) το αποδεικνύουν. Οι επιδόσεις μας στη βιωσιμότητα είναι καταγεγραμμένες και μετρήσιμες εδώ και χρόνια, πολύ πριν η βιωσιμότητα γίνει λέξη του συρμού. Αν η Ευρώπη χρειάζεται ορυκτά για μια «πράσινη» οικονομία, με το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα σε παγκόσμια κλίμακα, η μόνη λύση είναι να εξορυχθούν, όσο αυτό είναι δυνατόν, τοπικά. Κάθε άλλη προσέγγιση, αποτελεί υποκρισία και φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα.