Η έκρηξη της αγοράς ταχυμεταφορών που σημειώθηκε το 2020 λόγω της πολύμηνης καραντίνας (σε δύο δόσεις…) δεν αποτυπώνεται στα στοιχεία της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) που ανακοινώθηκαν προ ημερών για την πορεία του κλάδου το 2019.
Δείχνουν, όμως, την αφετηρία από την οποία ξεκίνησε ο κλάδος των ταχυμεταφορών πριν την εκτόξευση του τελευταίου δωδεκαμήνου λόγω της καραντίνας και του τεράστιου όγκου δεμάτων από ηλεκτρονικά καταστήματα.
Στην έκθεση της ΕΕΤΤ για το 2019 αναφέρεται πως τα έσοδα της αγοράς ταχυμεταφορών έφτασαν τα 368,57 εκατ. ευρώ, με μικρή αύξηση από τα 360,27 εκατ. του 2018. Από το 2012 μέχρι το 2019 καταγράφεται πάντως διπλασιασμός του πλήθος των αντικειμένων (δεμάτων, επιστολών, κ.α.) που διακίνησαν οι εταιρείες ταχυμεταφορών. Από τα 47,16 εκατ. αντικείμενα του 2012 φτάσαμε στα 84,20 εκατομμύρια το 2019. Το 38% των αντικειμένων που διακινήθηκαν το 2019 ήταν φάκελοι με βάρος μέχρι δύο κιλά, το 31% μικροδέματα έως δύο κιλά, το 27% δέματα μέχρι 20 κιλά και το 3% δέματα με βάρος άνω των 20 κιλών.
Σε ό,τι αφορά τις υποδοµές, οι επιχειρήσεις ταχυµεταφορών διέθεταν στο σύνολό τους, για το 2019, πάνω από 1.867 καταστήµατα (συµπεριλαµβανοµένων των καταστηµάτων δικτύου) και 493 θυρίδες υποδοχής. Επίσης, κατείχαν πάνω από 7.037 οχήµατα (αυτοκίνητα και δίκυκλα) και απασχολούσαν περισσότερους από 12.026 υπαλλήλους. Πρόκειται για αριθμούς που αποδείχθηκαν ελάχιστοι σε σχέση με τις απαιτήσεις της αγοράς όταν ξεκίνησε η καραντίνα τον περασμένο Μάρτιο και ακόμα πιο λίγοι κατά τη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας, που συνέπεσε με τις γιορτές των Χριστουγέννων. Οι εταιρείες έχουν ανακοινώσει μεγάλη αύξηση τόσο σε προσωπικό όσο και σε οχήματα και επιφάνειες αποθηκευτικών χώρων.
Στην έκθεση επισημαίνεται πως «το 2019, όπως και το 2018, παρά το γεγονός ότι “στα χαρτιά” στην αγορά ταχυµεταφορών δραστηριοποιούνταν πολλές επιχειρήσεις (539 είχαν λάβει άδειες το 2019), ο µεγαλύτερος όγκος των ταχυδροµικών αντικειµένων διακινήθηκε από µόλις έξι επιχειρήσεις, οι οποίες απέφεραν αντίστοιχα το µεγαλύτερο µέρος των εσόδων της αγοράς. Το 2019, οι έξι µεγαλύτερες επιχειρήσεις διακίνησαν το 86% των ταχυδροµικών αντικειµένων, καταλαµβάνοντας µερίδιο 82,1% των εσόδων της αγοράς ταχυµεταφορών». Οι τέσσερις μεγαλύτεροι του κλάδου (ACS, Γενική Ταχυδρομική, Speedex, Ταχυμεταφορές ΕΛΤΑ) κατείχαν σχεδόν το 64% της αγοράς, με βάση τα έσοδα και τα αντικείμενα που διακίνησαν.
«Ο ανταγωνισµός ήταν εντονότερος στις περιοχές της Αττικής και Μακεδονίας, απ’ όπου διακινήθηκε περίπου το 81% των ταχυδροµικών αντικειµένων προς το εσωτερικό και το εξωτερικό», σύμφωνα με την έκθεση. Στις περιοχές αυτές κατέληξε και το 60% των ταχυδροµικών αντικειµένων από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Αναφέρεται επίσης πως «ο κοµβικός ρόλος του διασυνοριακού ηλεκτρονικού εµπορίου έδωσε ώθηση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων ταχυµεταφορών, καθώς πλέον το ένα πέµπτο περίπου των εσόδων τους (17%) προήλθε από αποστολές προς το εξωτερικό. Το σηµαντικότερο µέρος των ταχυδροµικών αντικειµένων εξωτερικού κατευθύνθηκε προς τις χώρες της ΕΕ (71%) και την υπόλοιπη Ευρώπη (9%), ενώ αντίστοιχα τα εισερχόµενα ταχυδροµικά αντικείµενα προήλθαν, ως επί το πλείστον, από την ΕΕ (85%) και την Ασία (8%).
Οι µεγάλοι πελάτες των επιχειρήσεων ταχυµεταφορών προέρχονταν, ως επί το πλείστον, από επιχειρήσεις και λιγότερο από ιδιώτες καταναλωτές. Ειδικότερα, οι κυριότεροι επιχειρηµατικοί πελάτες προέρχονταν από τον κλάδο του ηλεκτρονικού εµπορίου, ακολουθούµενοι από πελάτες του γενικού εµπορίου, της βιοµηχανίας, των τηλεπικοινωνιών, της φαρµακοβιοµηχανίας κ.ά. Οι πελάτες µε σύµβαση απέφεραν το 89% των εσόδων των επιχειρήσεων ταχυµεταφορών, έναντι 11% που προήλθε από τους πελάτες τοις µετρητοίς.