Ευνοϊκά σημεία, ότι θα είναι τελικά λιγότερο σφιχτός ο επερχόμενος κλοιός της δημοσιονομικής προσαρμογής χωρίς τους συνήθεις κανόνες σιδηράς πειθαρχίας, αναδύονται μέσα από τις προτάσεις του ESM, ενόψει της συζήτησης που έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη για να ξαναμαζευτούν οι πολιτικές διευκόλυνσης που είχε φέρει η επείγουσα κατάσταση της πανδημίας.
Συζητήσεις οι οποίες θα καταλήξουν σε σημαντικές αποφάσεις για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και οικονομίες μεταξύ Μαρτίου και Μαίου του 2022 και θα αφορούν τις ευρωπαϊκές δημοσιονομικές πολιτικές το 2023.
Αν και η πανδημία δεν έχει λήξει λοιπόν, η συζήτηση έχει ξεκινήσει ίσως και πρόωρα, με αφορμή τις διαφωνίες βόρειων χωρών και συνοδοιπόρων τους, τόσο στα νομισματικά μέτρα της ΕΚΤ, όσο και εξ’ αιτίας των τιμών σε ενέργεια και πρώτες ύλες που καλπάζουν και διαμορφώνουν πληθωριστικές πιέσεις. Τα ελλείμματα επίσης τους απασχολούν και πιέζουν για περιοριστικές πολιτικές ενώ η ύφεση διεθνώς είναι μόλις λίγους μήνες πίσω και οι οικονομίες παραμένουν ασταθείς.
Αλλά ενώ τα μηνύματα αυτά από την Ευρώπη ήταν ανησυχητικά για την ευάλωτη ελληνική οικονομία που μόλις πρόλαβε να ανοίξει αναπτυξιακό βήμα για λίγους μήνες, οι προτάσεις του ESM, έρχονται να βελτιώσουν σε αρκετούς (κι όχι όλους) τομείς τα αφόρητα σκληρά και άκαμπτα μέτρα για τα ελλείμματα και το χρέος των ευρωπαϊκών χωρών, μετριάζοντας την εικόνα.
Μεταξύ των σημαντικών αλλαγών που θα έφερνε η υιοθέτηση των προτάσεων είναι:
*Η αύξηση του κριτηρίου του χρέους από το 60% στο 100% του ΑΕΠ. Οι περιορισμοί για το μάζεμα του χρέους θα μετρούν για το υπερβάλλον από το 100% κι όχι το 60%.
*Η διατήρηση μεν του κανόνα της προσαρμογής του χρέους που προβλέπει ετήσια μείωση κατά το 1/20 (5%) στη διαφορά του χρέους κάθε χώρας από το μέγιστο αποδεκτό όριο δηλαδή μετά το 100% εφόσον όμως οι χώρες αυτές δεν έχουν επενδυτικό κενό και βρίσκονται σε ανάπτυξη.
*Η διατήρηση του ανώτατου ελλείμματος μέχρι το 3%
* Η εισαγωγή και άλλων εξαιρέσεων στις οποίες εμπίπτει σαφώς η ελληνική οικονομία, όπως οι έκτακτες δαπάνες για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών αλλά και οι «έκτακτες συνθήκες» που αντιμετωπίζει η Ελλάδα όπως το μεταναστευτικό και το κόστος του και άλλες εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν παραβίαση των ορίων.
*Αυτό καθώς προτείνεται ευέλικτη διαδικασία για την επίτευξη του κανόνα του χρέους. Ειδικότερα, προτείνεται εκτός από το 3% να ισχύει και ένας μεσοπρόθεσμος κανόνας οροφής αύξησης δαπανών ίσος με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Οι «υπερχρεωμένες» χώρες (όπως η Ελλάδα) θα πρέπει να παρουσιάζουν πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν το όριο του 100% σε μια 20ετια, αλλά υπό όρους μπορεί να είναι και 30ετία…
*Οι χώρες αυτές θα πρέπει να μπορούν να έχουν δημόσιες επενδύσεις (από τις οποίες θα αφαιρούνται οι πόροι από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης και τα δάνεια της ΕΙΒ) με ποσοστό αύξησης, μεγαλύτερο από το ρυθμό ανάπτυξης τους.
Αλλά αν μια χώρα έχει ύφεση ή επενδυτικό κενό τότε ο κανόνας της ετήσιας μείωσης για το χρέος θα αναστέλλεται για δύο χρόνια, μέχρι η χώρα να ανακτήσει αναπτυξιακή δυναμική, οπότε η μείωση του ελλείμματος θα συνεχίζεται ομαλά μέχρι και το όριο του 100%.
*Μία από τις προτάσεις είναι η μεταβατικότητα. Ότι και αν αποφασισθεί θα γίνει σταδιακά η εφαρμογή του έως το 2026. Η Ελλάδα θα είχε έτσι τη δυνατότητα ήπιας και πιο σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης ώστε να τονώσει την ανάπτυξη για να πετύχει ηπιότερα τη μείωση του χρέους.
Νίκος Κωτσικόπουλος