Αντιμέτωπο με πέντε προκλήσεις εξακολουθεί να βρίσκεται το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, παρά το γεγονός ότι τους πρώτους εννέα μήνες του 2022 κατέγραψε κέρδη, ενώ περιόρισε επιπλέον το στοκ των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική, η πορεία εξυγίανσης των τελευταίων ετών έχει συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα, ενώ και η αύξηση των τιμών στην αγορά ακινήτων βελτιώνει την αξία των εξασφαλίσεων και των ακινήτων που έχουν περιέλθει στις τράπεζες. Εντούτοις, η αβεβαιότητα σχετικά με τις επιδράσεις της ανόδου των επιτοκίων, οι προοπτικές για χαμηλότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η εντεινόμενη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται οι παρακάτω προκλήσεις που καλείται ο τραπεζικός τομέας να αντιμετωπίσει:
Πρώτον, το υψηλό απόθεμα ΜΕΔ. Η έως τώρα αξιόλογη αποκλιμάκωση του αποθέματος των ΜΕΔ στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στις τιτλοποιήσεις, με αξιοποίηση του προγράμματος παροχής εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο (“Ηρακλής”) και τις απευθείας πωλήσεις δανείων στη δευτερογενή αγορά. Ωστόσο, η συνέχιση αυτών των στρατηγικών καθίσταται δυσχερέστερη υπό το πρίσμα των πιέσεων που αναδεικνύονται στην κεφαλαιακή επάρκεια. Επιπρόσθετα, η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τη δυνατότητα εξυπηρέτησης χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων ΜΕΔ επιβαρύνοντας την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.
Δεύτερον, η χαμηλή οργανική κερδοφορία. Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ βραχυπρόθεσμα θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, ενδέχεται να αυξήσει το κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Επιπρόσθετα, τα έξοδα τόκων αναμένεται να επιβαρυνθούν από τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και από την ανάγκη έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, κυρίως των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Τρίτον, το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι ικανοποιητική. Βραχυπρόθεσμα θα επηρεαστεί από σειρά παραμέτρων: α) τον ενδεχόμενο περιορισμό των δυνατοτήτων για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον με αυξανόμενες προκλήσεις και μεταβολή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, β) το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής των τραπεζών για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της τυχόν δημιουργίας νέων ΜΕΔ, γ) την υλοποίηση ενεργειών που ενισχύουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις) και το κόστος έκδοσης κεφαλαιακών μέσων (Additional Tier 1, Tier 2) για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την έκδοση ομολόγων ώστε να τηρηθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL), και δ) την εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων δανείων προς τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αυξηθεί περαιτέρω το υφιστάμενο ποσοστό των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) στα κεφάλαια των τραπεζών.
Τέταρτον, η βελτίωση των χρηματοοικονομικών μεγεθών των Λιγότερο Σημαντικών Τραπεζών (LSIs): Η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των Λιγότερο Σημαντικών Τραπεζών και ενδεχόμενες συγχωνεύσεις μεταξύ τους θα τονώσουν τις δυνάμεις του ανταγωνισμού αλλά και την εξειδίκευση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, παρέχοντας διαφοροποιημένες και περισσότερο ανταγωνιστικές υπηρεσίες σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, ιδιαιτέρως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
«Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μεταφορά των ΜΕΔ εκτός πιστωτικού συστήματος δεν σηματοδοτεί αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις. Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση», τονίζεται στην Έκθεση.