του Μάνου Χατζηδάκη, Επικεφαλής Ανάλυσης, ΒΕΤΑ Χρηματιστηριακή

Το 2025 ήταν μια εξαιρετική χρονιά για τα χρηματιστήρια, καθώς σημειώθηκαν ιστορικά ρεκόρ δεικτών (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία), ισχυρές αποδόσεις και ζωηρή δράση στην άντληση κεφαλαίων και την εισαγωγή νέων τίτλων στις αγορές. 

Η ελληνική αγορά, στο σύνολό της, σημειώνει την πέμπτη συνεχόμενη θετική χρονιά αποδόσεων, η οποία είναι μία από τις καλύτερες για το 2025 στην Ευρώπη. Παράλληλα, η αγορά βελτίωσε τη ρευστότητα των συναλλαγών της κατά 57% σε σχέση με το 2024, ενώ και η συμμετοχή των ενεργών κωδικών αυξήθηκε κατά 20%, παραμένοντας ωστόσο αισθητά χαμηλότερα (-42%) από τα προ κρίσης επίπεδα. Το χρηματιστηριακό γεγονός της χρονιάς ήταν η απόκτηση του πλειοψηφικού ελέγχου της ΕΧΑΕ από το Euronext, μια κίνηση που προσδίδει άλλα χαρακτηριστικά στην ελληνική αγορά, φέρνοντας τις εισηγμένες πιο κοντά στο κλαμπ επενδυτικών κεφαλαίων που δραστηριοποιούνται εντός της περιμέτρου των ανεπτυγμένων αγορών, με διαφορετικά δεδομένα ρευστότητας, αλλά και απαιτήσεων σε μεγέθη. 

Στο διεθνές περιβάλλον, το αφήγημα της Τεχνητής Νοημοσύνης αποτέλεσε τον βασικό καταλύτη των εξελίξεων στις αγορές, καθώς, παρά τις γεωπολιτικές αναταράξεις και την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, οι επενδυτές διατήρησαν την αισιοδοξία τους έως το τέλος της χρονιάς, οδηγώντας τους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες σε διαδοχικά ιστορικά υψηλά. 

Παρότι διατυπώνονται επιφυλάξεις αναφορικά με την ταχύτητα και την απόδοση των ιδιαίτερα μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται για την υποστήριξη των νέων τεχνολογιών, η στρατηγική σημασία της Τεχνητής Νοημοσύνης για την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών εξακολουθεί να λειτουργεί ως βασικός πυλώνας της επενδυτικής εμπιστοσύνης. 

Την ίδια στιγμή, οι αβεβαιότητες που συνδέονται με τους εμπορικούς δασμούς και το ανοικτό πολεμικό μέτωπο στην Ουκρανία παραμένουν υπαρκτές. Ωστόσο φαίνεται να εισέρχονται σε τροχιά σταδιακής διευθέτησης, γεγονός που ενδέχεται να καταστήσει το 2026 έτος-ορόσημο για την αποκλιμάκωση γεωπολιτικών κινδύνων. 

Η συνέχεια δεν θα είναι το ίδιο εύκολη –το κυνήγι των αποδόσεων στην ελληνική αγορά ξεκινάει αναγκαστικά από ωριμότερους δείκτες αποτιμήσεων, καθώς οι κεφαλαιοποιήσεις έχουν ενσωματώσει πλέον πολλές προσδοκίες, οι οποίες δεν αντανακλούν μόνο τις καθοδηγήσεις για υψηλότερες επιδόσεις κερδοφορίας, αλλά και μια σειρά από στρατηγικές κινήσεις που αφορούν κομβικούς επιχειρηματικούς κλάδους (Τράπεζες, Ενέργεια, Υποδομές). 

Προς το παρόν, η κερδοφορία των εταιρειών δείχνει υποστηρικτική, τα μερίσματα θα παραμείνουν και το 2026 κοντά στα 5 δισ. ευρώ, το ανεκτέλεστο των εταιρειών εγγυάται υψηλό βαθμό αξιοποίησης της δυναμικότητας μεσοπρόθεσμα και οι επενδύσεις υπόσχονται προοδευτικά περισσότερα κέρδη σε σχετικά κοντινό βάθος χρόνου. Παράλληλα, η αναβαθμισμένη γεωπολιτική θέση της χώρας, όπως αποτυπώνεται μέσα από την ενίσχυση της επιχειρηματικής της παρουσίας σε κρίσιμους τομείς, αρχίζει να λειτουργεί ως καταλύτης που ευθυγραμμίζει το επενδυτικό αξιόχρεο με τις προϋποθέσεις χρηματιστηριακής αναβάθμισης, ενισχύοντας τη μακροπρόθεσμη ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς. 

Η ελληνική αγορά διαπραγματεύεται σε όρους κερδοφορίας 11 φορές τα εκτιμώμενα καθαρά κέρδη του 2025, ενώ εμφανίζοντας αποκλίσεις από 15% έως 42% με άλλες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές αγορές. Με οδηγό τις συγκριτικές αποτιμήσεις, ο Γενικός Δείκτης παρουσιάζει θεμελιώδες δυνητικό περιθώριο ανόδου τις 2.350 μονάδες, συγκλίνοντας προς τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. 

Σε αυτήν τη διαδρομή, η άνοδος των μετοχών δεν θα είναι το ίδιο ομοιόμορφη όπως το 2025, το 2026 θα είναι έτος επιλογών με σαφές αποτύπωμα των ειδικών χαρακτηριστικών, που περιλαμβάνουν: α) επίτευξη στόχων και αύξηση κερδοφορίας, β) οικονομικούς κλάδους αιχμής και γ) στρατηγικές ανακατατάξεις.