Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος

Υπό συνθήκες αυξημένης αβεβαιότητας στο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιόλογη ανθεκτικότητα. Παρά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη, τον χαμηλότερο ρυθμό αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και τις αρνητικές επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής, κατά τη διάρκεια του 2023 συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμούς άνω του μέσου όρου της ευρωζώνης. 

Η πρόσφατη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αντανακλά την καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας και την εμπιστοσύνη των αγορών στις θετικές προοπτικές της. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να οδηγήσει στη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης για τα κρατικά ομόλογα και στην προσέλκυση κεφαλαίων, ενώ παράλληλα θα συμβάλλει στη μείωση του κόστους δανεισμού για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και στην αποτελεσματικότερη διαχείριση του δημόσιου χρέους, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα της οικονομίας και αυξάνοντας το ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. 

Οι προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας υποστηρίζονται περαιτέρω από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους. Ειδικότερα, το αναθεωρημένο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» συνδέεται με την εισροή συνολικά 36 δισεκ. ευρώ την περίοδο 2021-2026, έναντι 30,1 δισεκ. ευρώ με βάση το αρχικό Σχέδιο, και καλύπτει έργα για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας και αυτονομίας της χώρας και έκτακτες ανάγκες που προέκυψαν λόγω των φυσικών καταστροφών. Η έγκαιρη ολοκλήρωση όσων προβλέπονται στο Σχέδιο είναι κρίσιμη προϋπόθεση για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και την αύξηση του ΑΕΠ, των επενδύσεων και της παραγωγικότητας σε μόνιμη βάση. 

Θετικά στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συμβάλλουν η διάρθρωση και το χαμηλό επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, καθώς διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα. Το 2022 η Ελλάδα πέτυχε σημαντική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος και του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Περαιτέρω βελτίωση αναμένεται το 2023 και το 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού 2024 και της Τράπεζας της Ελλάδος. 

Η οικονομική πολιτική καλείται να καλύψει τις ανάγκες που δημιουργούν οι σύγχρονες προκλήσεις, διαφυλάττοντας ταυτόχρονα την αξιοπιστία της. Είναι συνεπώς αναγκαία η συνέχιση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που εστιάζει στις παραγωγικές επενδύσεις. Απαραίτητος είναι, επίσης, ο συντονισμός δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να διευκολυνθεί η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. 

Το επόμενο διάστημα, πρέπει να αξιοποιηθεί το παράθυρο ευκαιρίας που έχει διαμορφωθεί ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και οι διαρθρωτικές αδυναμίες. Μέσω των διαθέσιμων πόρων και των μεταρρυθμίσεων, η ελληνική οικονομία είναι σε θέση να προετοιμαστεί κατάλληλα για το νέο περιβάλλον που συνθέτουν η κλιματική αλλαγή, η τεχνολογική πρόοδος και η γήρανση του πληθυσμού.  

δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της Κυριακής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ