Σε νέες κατηγορίες, προϊόντων σαπούνια, απορρυπαντικά και καθαριστικά γενικής χρήσης μπαίνει η Παπουτσάνης, με την εξαγορά της σαπωνοποιίας Αρκάδι, μετά τη συμφωνία για την απόκτηση του 100% της επιχείρησης Γ. Μαλικούτης με διακριτικό τίτλο Αρκάδι Α.Ε.
Αποκτά επίσης την εργοστασιακή μονάδα στον Ασπρόπυργο -με την αξία του βιομηχανικού ακινήτου να υπολογίζεται σε 2 εκατ. ευρώ- και περίπου 2,5 εκατ. ευρώ τζίρο που παράγουν τα προϊόντα της εξαγοραζόμενης εταιρείας.
Η σαπωνοποιία Αρκάδι με κυρίαρχο προϊόν, το πράσινο σαπούνι διαθέτει χαρτοφυλάκιο προϊόντων με αναπτυσσόμενα μερίδια στην ελληνική αγορά, ενώ πέρα από απορρυπαντικά, μαλακτικά και σαπούνια έχει εισέλθει στην αγορά καλλυντικών με καθαριστικά προϊόντα για τα μαλλιά, το πρόσωπο και το σώμα. Επίσης, η τρίτη γενιά της οικογένειας Μαλικούτη, που διοικεί σήμερα την εταιρεία, κρατά την παραδοσιακή συνταγή που υιοθέτησε η σαπωνοποιία “Αρκάδι” από το 1946, όταν δημιουργήθηκε στην Κρήτη από τον Γιώργο Μαλικούτη. Συνεχίζει δηλαδή να παράγει τις νέες σειρές προϊόντων με βάση φυσικά συστατικά όπως έλαια ελιάς και φοίνικα, θαλασσινό αλάτι και νερό.
Η Παπουτσάνης διαθέτοντας ήδη μια από τις πιο εξελιγμένες τεχνολογικά εργοστασιακές μονάδες παραγωγής στον ευρύτερο κλάδο σαπωνοποιίας στην Ευρώπη, με την εξαγορά ενισχύει περαιτέρω την ανταγωνιστική της θέση.
Σήμερα παράγει πάνω από 150 εκατ. τεμάχια ετοίμου προϊόντος ετησίως και πραγματοποιεί εξαγωγές σε περισσότερες από 25 χώρες. Με την είσοδο στην αγορά απορρυπαντικών επεκτείνει τις προοπτικές ενίσχυσης των συνεργασιών της με πελάτες σε κανάλια που ήδη δραστηριοποιείται – ξενοδοχειακά προϊόντα, προϊόντα τρίτων και βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών.
Σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό που έχει δημοσιεύσει η Γ. Μαλικούτης, το 2020 ο κύκλος εργασιών της εμφάνισε αύξηση 40%, στα 2,5 εκατ. ευρώ, με πρόβλεψη για αύξηση 70% το 2021. Επίσης η εταιρεία πέρασε σε κέρδη 98.219,41 ευρώ έναντι ζημιών 133.298,95 ευρώ της προηγουμένης χρήσης.
Ωστόσο το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων ανήλθε σε 1,8 εκατ. ευρώ έναντι βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων 1,14 εκατ. ευρώ και για την αντιμετώπιση του προβλήματος η διοίκηση προέβη σε εκτίμηση της εύλογης αξίας του βιομηχανικού ακινήτου της με σκοπό την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και κατ’ επέκταση την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων.