Παγιώνεται η θετική προδιάθεση της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας απέναντι στην Ελλάδα, παρά το αρνητικό ψυχολογικό κλίμα που δημιούργησε η πανδημία του COVID-19.
Η πλειοψηφία των επενδυτών αναγνωρίζει ότι η χώρα ακολουθεί σήμερα μια αποτελεσματική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, εξακολουθεί, όμως, να αναμένει παρεμβάσεις σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς, για να βελτιωθεί περαιτέρω το επενδυτικό κλίμα. Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα της δεύτερης μεγάλης έρευνας της ΕΥ Ελλάδος, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2020, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, η οποία διενεργήθηκε μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων από το CSA Institute, μεταξύ 22 Μαΐου και 9 Ιουνίου.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, η έρευνα, η οποία αποτελεί αυτόνομο μέρος του ευρύτερου προγράμματος EY Attractiveness, μίας σειράς ερευνών που διεξάγει η ΕΥ σε παγκόσμιο επίπεδο, αναλύει τις επιδόσεις της χώρας στον τομέα των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, και καταγράφει τις απόψεις της επενδυτικής κοινότητας για τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, με βάση ένα δείγμα 203 στελεχών μεγάλων, ξένων επιχειρήσεων, εκ των οποίων το 55% (111) έχουν ήδη επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα.
Χαμηλή, αλλά ελαφρώς βελτιωμένη η συμμετοχή της χώρας στις ευρωπαϊκές ΑΞΕ
Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor, μια εκτεταμένη βάση δεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ, η Ελλάδα απορρόφησε, το 2019, το 0,34% των ευρωπαϊκών άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), ποσοστό δυσανάλογα μικρό σε σχέση με τον πληθυσμό και το ΑΕΠ της, καταγράφοντας, ωστόσο, αύξηση κατά 69% σε σχέση με το 2018. Η επίδοση αυτή, κατατάσσει τη χώρα στην 29η θέση για το 2019, έναντι της 35ης το 2018 και της 32ης που κατείχε κατά μέσο όρο στο σύνολο της τελευταίας δεκαετίας. Θετική εξέλιξη αποτελεί η αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων στον κρίσιμο τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας, που διαμορφώθηκε στο 15% του συνόλου των ΑΞΕ, την τελευταία τριετία, πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (19%), για το ίδιο διάστημα.
Η εικόνα της ελκυστικότητας της χώρας βελτιώνεται
Παρά τη στάση αναμονής που δημιουργεί η πανδημία στην επενδυτική κοινότητα, η διάθεση των επενδυτών απέναντι στη χώρα παραμένει θετική και βελτιώνεται σε ορισμένους κρίσιμους δείκτες, ιδιαίτερα μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν ήδη επενδύσει στην Ελλάδα.
Αντίθετα, οι επενδυτές που δεν έχουν παρουσία στη χώρα, παραμένουν πιο επιφυλακτικοί, με ένα αυξημένο μερίδιό τους να μην τοποθετείται σε αρκετά επιμέρους θέματα, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη μιας επιθετικής εκστρατείας ενημέρωσης της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας, με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ήδη στην Ελλάδα σε ρόλο πρεσβευτών.
Το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας ως πιθανού επενδυτικού προορισμού έχει βελτιωθεί τον τελευταίο χρόνο (38%), παραμένει υψηλό, αν και μειωμένο σε σχέση με πέρσι (47%), ενώ δυο στους τρεις επενδυτές (69%) αναμένουν περαιτέρω βελτίωση την επόμενη τριετία, ποσοστό πολύ υψηλότερο από αυτά άλλων χωρών όπου πραγματοποιήθηκαν παρόμοιες έρευνες φέτος. Παράλληλα, 62% των επιχειρήσεων, από 50% πέρσι, θεωρούν ότι η χώρα μας ακολουθεί, σήμερα, μια πολιτική για τις επενδύσεις, η οποία την καθιστά ελκυστική, υποδηλώνοντας ότι οι επενδυτές αποδίδουν, πλέον, τη συνεχιζόμενη βελτίωση της εικόνας της χώρας, στην ύπαρξη μιας σαφούς πολιτικής προσέλκυσης επενδύσεων, και όχι απλώς στην αλλαγή της συγκυρίας και τη λήξη μιας περιόδου αστάθειας και αβεβαιότητας.
Παραμένει ισχυρή η διάθεση για επενδύσεις στην Ελλάδα
28% των ερωτώμενων δηλώνουν ότι σκοπεύουν να επενδύσουν στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο, έναντι 26% στην Πορτογαλία, 16% στη Γαλλία και 10% στο Βέλγιο. Ωστόσο, τα επενδυτικά σχέδια προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τις επιχειρήσεις που είναι ήδη εγκατεστημένες στην Ελλάδα, καθώς μεταξύ όσων δεν έχουν παρουσία στη χώρα, το ποσοστό περιορίζεται στο 5%.
Ενώ στην πρώτη θέση, ως προς το είδος των προγραμματιζόμενων επενδύσεων, παραμένουν τα γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ, με μειωμένο ποσοστό (30%, έναντι 40% πέρσι), παρατηρείται μία αξιοσημείωτη αύξηση στη συμμετοχή της βιομηχανίας, η οποία βρίσκεται φέτος στη δεύτερη θέση, με ποσοστό 26%, από μόλις 9% πέρσι. Η αύξηση αυτή, αποτελεί, πιθανότατα, ένδειξη μίας τάσης διαφοροποίησης του παραγωγικού μίγματος της χώρας και δημιουργεί συγκρατημένη αισιοδοξία για μία πιο ισορροπημένη ανάπτυξη, εκτίμηση η οποία ενισχύεται και από το γεγονός ότι το ποσοστό όσων θεωρούν ότι ο τουρισμός θα αποτελέσει την κινητήριο δύναμη της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια, μειώθηκε από 69% στο 52%.
Πλεονεκτήματα και αδυναμίες της ελκυστικότητας της χώρας
Ως σημαντικότερα στοιχεία της ελκυστικότητας της χώρας αναδεικνύονται, και φέτος, η ποιότητα ζωής (81%), οι υποδομές τηλεπικοινωνιών (69%) και το επίπεδο των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (66%).
Εντυπωσιακά αυξημένα είναι τα ποσοστά των επενδυτών που αναγνωρίζουν ως στοιχεία ελκυστικότητας της Ελλάδας, το σταθερό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον (65% από 38%) και τις πολιτικές της χώρας για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κλιματική αλλαγή (56% από 42%). Στις αδυναμίες συγκαταλέγονται το γραφειοκρατικό και διοικητικό περιβάλλον, η φορολογία και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Οι τομείς όπου πρέπει να συνεχίζει να εστιάζει η χώρα για να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα, περιλαμβάνουν τη στήριξη της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας (πρώτη επιλογή φέτος, με ποσοστό 38%), τη μείωση της φορολογίας (36%) – η οποία παρουσιάζει σχετική βελτίωση από πέρσι, σε συνέχεια και των θετικών παρεμβάσεων που έχουν ήδη γίνει, αλλά απαιτείται περαιτέρω πρόοδος – τη βελτίωση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης (33%) και την ενίσχυση της παιδείας και των δεξιοτήτων (31%).
Δυο στους τρεις επενδυτές (67%) δηλώνουν ότι θα ήταν πιο πρόθυμοι να επενδύσουν στη χώρα, αν αντιμετωπιστούν τα αρνητικά σημεία που λειτουργούν σήμερα αποτρεπτικά, ποσοστό που φτάνει στο 83% μεταξύ όσων είναι ήδη εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.
Αναγνωρίζεται η πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας
Η επενδυτική κοινότητα φαίνεται να δικαιώνει τις επιλογές της χώρας στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς 77% αξιολογούν θετικά την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, 73% την ταχύτητα της ψηφιοποίησης του Δημοσίου στη διάρκεια της κρίσης, και 72% τα μέτρα στήριξης της οικονομίας, ενώ 41% αναφέρουν ότι οι επιδόσεις της χώρας αυτό το διάστημα βελτίωσαν την εικόνα της, ως επενδυτικού προορισμού.
Η πανδημία, πάντως, φαίνεται να επηρεάζει τα σχέδια επενδύσεων στη χώρα μας, αλλά όχι δραματικά, καθώς 50% όσων σχεδιάζουν να επενδύσουν στη χώρα μας τον επόμενο χρόνο, δηλώνουν ότι δε θα μεταβάλουν τα σχέδιά τους, 28% αναφέρουν ότι θα τα «παγώσουν» προσωρινά, 4% ότι θα τα περιορίσουν, 3% ότι θα τα ενισχύσουν και 6% ότι θα τα ματαιώσουν εντελώς.
Ανάγκη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου
Παρουσιάζοντας την έρευνα, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Παναγιώτης Παπάζογλου, δήλωσε: «Είναι πια σαφές ότι το μοντέλο ανάπτυξης με βάση το οποίο πορευτήκαμε τις τελευταίες δεκαετίες, δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες και τις νέες προκλήσεις. Η χώρα έχει ανάγκη ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια, την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας, τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία και τη βιωσιμότητα, και την ενίσχυση και αξιοποίηση του πολυτιμότερου κεφαλαίου της χώρας, του ανθρώπινου δυναμικού. Η καινοτομία αποτελεί βασικό συνεκτικό ιστό του νέου αυτού παραγωγικού προτύπου, καθώς βρίσκεται στον πυρήνα των νέων τεχνολογιών και των νέων μορφών καθαρής ενέργειας, και συνδέεται άμεσα με την αναβάθμιση της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η ΕΥ καταθέτει σήμερα μια σειρά από αναλυτικές προτάσεις, που ως στόχο έχουν να βοηθήσουν τη χώρα να βρει τη θέση που της αναλογεί στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη».
Οι προτάσεις της ΕΥ για την ενίσχυση της ελκυστικότητας της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, εστιάζουν στην ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας και της βιωσιμότητας, την ανάδειξη της καινοτομίας και της ψηφιακής τεχνολογίας σε κορυφαίες προτεραιότητες, την ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την ενίσχυση και εκσυγχρονισμό του τομέα των logistics, την προσαρμογή της εργασίας στα νέα δεδομένα της μετά-κορωνοϊό εποχής, τη στήριξη και μεγέθυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, τέλος, στην αποτελεσματική επικοινωνία προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, των αλλαγών που συντελούνται στη χώρα.