«Ουδέν κακόν αμιγές καλού» συνήθιζαν να λένε θυμόσοφα οι παλαιότεροι και αν θεωρηθεί ότι ασκείται ως προς το πρώτο η πρόσφατη πίεση του Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις διοικήσεις των συστημικών ομίλων, τότε το δεύτερο έρχεται με την «ψήφο εμπιστοσύνης» ξένων οίκων την επαύριο κιόλας των αναταράξεων στο ευρωπαϊκό σύστημα. 

Στις αρχές Μαρτίου, κλιμάκιο του SSM ήρθε στην Αθήνα, είχε σειρά επαφών με τους επιτελείς του εγχώριου banking, πέρασε από «κόσκινο» ισολογισμούς, έθεσε στο μικροσκόπιο κριτήρια χορήγησης δανείων, εξέτασε δυνητικούς κινδύνους από τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, για να καταλήξει, με την παραίνεση του επόπτη, πως καλό θα ήταν να μετατεθεί σε εύλογο επενδυτικό χρόνο η προοπτική διανομής κερδών από τη χρήση του 2022. 

Εξέλιξη που μπορεί –και εύλογα– να μην ικανοποιούσε τους επενδυτές, μετόχους, κυρίως της Eurobank, αλλά και της Εθνικής, καθώς προσέβλεπαν σε διανομή 100-150 εκατ. ευρώ. Έμελλε όμως να αποβεί, εκ των υστέρων, σοφή, καθώς λίγες ημέρες αργότερα «έσκαγε» η περίπτωση της Silicon Valley Bank, η κρίση λόγω της Credit Suisse, το ντόμινο sell-off στις τραπεζικές μετοχές στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, η εκτίναξη των ασφαλίστρων κινδύνου σε υψηλά έτους. 

Εκείνο το διάστημα, εκτενείς ήταν οι επαφές μεταξύ Φραγκφούρτης και Αθήνας, σε «ανοιχτή γραμμή» με τα επιτελεία της Eurobank, της Εθνικής, της Alpha Bank και της Πειραιώς, υπό το «άγρυπνο βλέμμα» της Τραπέζης της Ελλάδος, δημιουργώντας μια γραμμή άμυνας, που, συγκριτικά πάντα με άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, και ανθεκτικότερη αποδεικνύεται και ελάχιστα προβληματίζει την ΕΚΤ.

Από ΧΡΗΜΑ WEEK