17.6 C
Athens
23 Νοεμβρίου 2024, Σάββατο
Αρχική Απόψεις Ορυκτά και Παγκοσμιοποίηση

Ορυκτά και Παγκοσμιοποίηση

0

Του Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου
Διευθύνοντος Συμβούλου ΓΕΩΕΛΛΑΣ ΑΜΜΑΕ
Β’ Αντιπρόεδρος ΣΜΕ

Πέρασαν σχεδόν 4 δεκαετίες από την πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης «παγκοσμιοποίηση» από τον Levitt. Αν και αρχικά η ιδέα περιοριζόταν στην δημιουργία «παγκοσμίων αγαθών», η πτώση του τείχους το 1989 και η ίδρυση του ΠΟΕ το 1995 έδωσαν τεράστια ώθηση στις διασυνοριακές ανταλλαγές. Η δραματική μείωση των δασμών δημιούργησε συγκριτικό πλεονέκτημα για τις περιοχές με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ενώ πολιτικές που αυξάνουν το κόστος, υιοθετήθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη από τις δυτικές κυβερνήσεις, κυρίως δε από την ΕΕ. Το χάσμα του κόστους μεταξύ Ανατολής και Δύσης είχε σαν αποτέλεσμα  να αυξηθεί η παγκόσμια διακίνηση αγαθών από 210 εκατομμύρια τόνους το 1995 σε 1400 εκατομμύρια τόνους το 2021.

Το μοντέλο έμοιαζε να λειτουργεί άψογα μέχρι το 2020. Προ δεκαετίας, σε μια υποθετική ερώτηση για τις επιπτώσεις στην Δυτική οικονομία από μια  διακοπή της ροής αγαθών από την Ανατολή για μερικούς μήνες, αξιωματούχος της ΕΕ μου απάντησε χαρακτηριστικά «η Κίνα δεν αντέχει να μην εξάγει ούτε για μια ημέρα». Υποθέτω ότι το ίδιο σκεπτικό επικράτησε στις Βρυξέλλες και όταν  «δέθηκε» η Ευρωπαϊκή οικονομία στο άρμα του Ρωσικού φυσικού αερίου.

Η συνέχεια είναι γνώστη σε όλους μας. Ανωτέρα βία διέκοψε την ροή αγαθών από την Ανατολή προς την Δύση, ενώ οι γεωπολιτικές ορέξεις της Ρωσίας μας στέρησαν την επάρκεια ενός καυσίμου από το οποίο εξαρτάται το 30% της ενέργειας που καταναλώνει η ΕΕ .  Το ερώτημα περί «επάρκειας αγαθών» εμφανίζεται στο Ευρωπαϊκό προσκήνιο για πρώτη φορά μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ΕΕ ξεκίνησε το 1952 ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, προκειμένου να ελέγξει την επάρκεια των δύο αυτών βασικών για την πολεμική βιομηχανία – και όχι μόνον – αγαθών. Το 1957 εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα υιοθετήθηκε και η Κοινή Αγροτική Πολιτική, «για να διασφαλιστεί η επάρκεια τροφίμων σε λογικές τιμές, για τους Ευρωπαίους πολίτες.»  Δυστυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες ουδείς φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι αγαθά όπως τα λιπάσματα ή οι μικροεπεξεργαστές θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξ ίσου κρίσιμα στοιχεία για την ευημερία της Δύσης.

Τα ορυκτά, πέραν των ενεργειακών, ουδέποτε μέχρι σήμερα βρέθηκαν στο κέντρο συζητήσεων για την παγκόσμια γεωπολιτική ισορροπία. Μόνο πρόσφατα ορισμένες αναφορές στον ενεργειακό μετασχηματισμό δημιουργούν ερωτηματικά για την κρισιμότητα υλικών που χρησιμοποιούνται για τις μπαταρίες ή τα φωτοβολταικά, ενώ η συζήτηση για τις «σπάνιες» γαίες ουδέποτε κατέληξε σε κάποιο απτό συμπέρασμα. Η Ευρώπη σε τακτά χρονικά διαστήματα ανανεώνει το «θεσμικό» ενδιαφέρον της για τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες, (πρωτοβουλία Raw Materials Initiative 2008, ERMA 2020 ), αλλά επειδή εκ του αποτελέσματος κρινόμαστε, δεν φαίνεται προς το παρόν οι παρεμβάσεις αυτές να αλλάζουν το τοπίο.  Μπορεί η ΕΕ να υπερηφανεύεται για πλεονασματικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αλλά αν δούμε τις εξαγωγές α υλών υπολείπονται κατά περίπου 35% των εισαγωγών.  Το χειρότερο δε είναι ότι η εξάρτηση από τις εισαγωγές για ορισμένες πρώτες ύλες, ή τα προϊόντα που παράγονται από αυτές, είναι σχεδόν πλήρης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Λίθιο, το Νικέλιο και το Κοβάλτιο, απαραίτητα για την κατασκευή μπαταριών

Η στρατηγική αυτονομία σε συγκεκριμένες ορυκτές πρώτες ύλες προϋποθέτει την δυνατότητα να αναπτυχθούν βιώσιμες εκμεταλλεύσεις στα υπάρχοντα επί Ευρωπαϊκού εδάφους κοιτάσματα. Εάν εκ των προτέρων αποκλείσουμε την συνύπαρξη της εξόρυξης με άλλες δραστηριότητες, μοιραία αφήνουμε μέρος των κοιτασμάτων αναξιοποίητα.  Εάν συνεχίσουμε να υποκύπτουμε σε κάποιους «επαγγελματίες» ακτιβιστές, αποκλείουμε και άλλες περιοχές. Προσθέτοντας  την συνεχή αύξηση του κόστους παραγωγής μέσω των αλλαγών του θεσμικού πλαισίου, η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων εξόρυξης στην ΕΕ καθίσταται πλέον πρακτικά αδύνατη .

Το ίδιο απαγορευτικά ακριβή – αλλά και κοινωνικά απορριπτέα –  είχε καταστεί και η αξιοποίηση του φυσικού αερίου στην Ολλανδία ή του λιγνίτη στην Κοζάνη. Έχοντας εύκολη εναλλακτική, τις εγκαταλείψαμε πανηγυρίζοντας. Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο αισθανόμαστε ανακούφιση διότι η μέση ημερήσια τιμή του ρεύματος καταγράφει αύξηση μόνον 600% σε σχέση με την Άνοιξη του 2021 (έφθασε και στο 1000%)  ενώ σε πολλές χώρες προετοιμάζονται σενάρια ακόμα και για ελλείψεις. Ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι δεν θα διεξάγονται με όπλα.  Η διακοπή της προσφοράς κρίσιμων αγαθών είναι αρκετή για να οδηγήσει σε κατάρρευση τις περισσότερες δημοκρατικές κοινωνίες του πλανήτη μας. Είναι λοιπόν επιτακτικό να συζητήσουμε την διασφάλιση της ροής βασικών αγαθών. Εξ άλλου, αυτός ήταν και ένας από τους βασικότερους λόγους δημιουργίας της ΕΕ. Η συζήτηση θα πρέπει να αρχίσει από τις πρώτες ύλες.

Το κείμενο δόθηκε στο Newsletter του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων