Αν η διετία 2018-2019 χαρακτηρίστηκε από την ενεργό συμμετοχή κυρίως private equity funds στις επιχειρηματικές εξελίξεις στην Ελλάδα, το 2020 προοιωνίζεται την απαρχή μιας ευρύτατης αναδιάταξης του «χάρτη», με τα distress funds να λειτουργούν σαν πολιορκητικός μηχανισμός.
Στο έδαφος που θα ανοίξουν σε κλάδους, τομείς δραστηριότητας και επιχειρηματικότητας, θα ενεργήσουν και επενδυτικού/χρηματοδοτικού χαρακτήρα χαρτοφυλάκια, καθώς και funds σε ρόλο στρατηγικού εταίρου για την «επόμενη ημέρα».
Την προηγούμενη διετία, συντελέστηκε η μεγαλύτερη αναδιάταξη του νευραλγικού κλάδου της υγείας, με το CVC Capital να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο (Metropolitan, ΥΓΕΙΑ, General) και το Oaktree να ακολουθεί (ΙΑΣΩ). Μάλιστα το πρώτο προχωρά σε κινήσεις διεύρυνσης της παρουσίας του στην ελληνική αγορά σε κλάδους όπως ο ασφαλιστικός, αυτός των μαρινών αλλά και των υπηρεσιών παροχών. Κατά γενική εκτίμηση, το CVC έχει έρθει και θα μείνει στην αγορά, με στόχο την επίτευξη στρατηγικών συνεργειών, τη δημιουργία υπεραξιών και τη «μόχλευση» πηγών κεφαλαίου. Το Oaktree προχωρά ήδη στη δημιουργία εξειδικευμένου distress fund, που θα επιχειρήσει να κερδίσει από την αναδιάρθρωση προβληματικών εταιρειών, την αξιοποίηση χρέους, με την ελληνική αγορά να έχει τεθεί στο monitoring και αυτής της δραστηριότητας.
Με πολυετή παρουσία στην ελληνική αγορά και γνώση της, το Fortress (με ευρεία γκάμα ενδιαφέροντος, από ακτοπλοΐα και ΑΠΕ μέχρι τρόφιμα και ξενοδοχεία), η Blackstone (το 2014-2015 είχε επενδύσει στη Lamda Development), η Carlyle (μέσω του Carlyle Europe Partners V), η Brevan Howard Asset Management, το Helm Investment Partners, το Reggeborgh, το York Capital, το KKR κ.ά., με διαφορετική στρατηγική το καθένα, «χτίζουν» θέσεις σε ελληνικές εταιρείες, περιουσιακά στοιχεία, τομείς δραστηριότητας.
Funds όπως το York Capital και το Reggeborgh μπορεί να έχουν το μεν πρώτο επενδυτικό προσανατολισμό (δηλαδή να αποκομίσουν υπεραξίες σε εύλογη χρονική περίοδο), το δε δεύτερο και στρατηγικού χαρακτήρα στόχευση, ωστόσο αμφότερα επενδύουν μακροπρόθεσμα σε εταιρείες και κλάδους στα περιθώρια ανάπτυξής τους.
Διαφέρουν από καθαρά επενδυτικά χαρτοφυλάκια, που λαμβάνουν θέσεις σε μετοχές, ομόλογα, με το Helm IP να αποτελεί ενδεικτική περίπτωση. Έχτισε σταδιακά από το 2018 θέσεις σε μετοχές (κυρίως ΟΠΑΠ και Πειραιώς), έφτασε στα μέσα του 2019 να έχει επενδυμένο το μισό των διαθεσίμων του στο ελληνικό χρηματιστήριο και να βγαίνει από την αγορά με μέση απόδοση 73%, με τον συνιδρυτή του αμερικανικού fund, Φίλιπ Ριντ, να σημειώνει πως «(…) δεν τον ενδιαφέρουν οι καλές και εύκολες ιστορίες». Και, ομολογουμένως, το ελληνικό στοίχημα ήταν από τα πιο “risky” της προηγούμενης διετίας, που όμως άφησε διψήφιες και τριψήφιες αποδόσεις.
Το πλεονέκτημα των funds τα διαθέσιμα και η ισχύς μόχλευσης της ρευστότητάς τους, «όπλο» που επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν αγοράζοντας σε πολύ χαμηλές τιμές χαρτοφυλάκια προβληματικών/μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες. Σε αυτήν την περίπτωση λειτούργησαν εν μέρει και ως πάροχοι ρευστότητας/κεφαλαίων προς το εγχώριο banking, συμβάλλοντας στη –μέχρι τώρα– αποφυγή υποχρεωτικών ανακεφαλαιοποιήσεων.
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, equity funds ενεργούν ως χρηματοδότες απευθείας προβληματικών εταιρειών, παρέχοντας ρευστότητα –έναντι αυστηρών πλαισίων λειτουργίας–, αναδιάρθρωση τραπεζικού δανεισμού/υποχρεώσεων και ένα στρατηγικό πλάνο επαναφοράς στην κερδοφορία. Εγχείρημα που συχνά συναντά σημαντικά προβλήματα, που ως συνέπεια έχουν την αλλαγή επενδυτή, την κωλυσιεργία και ενίοτε τη μη τελεσφόρησή του.
Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η Notos Com (αρχικά με Pillarstone, KKR), η Famar κ.ά. Άλλη πρακτική αφορά στην πώληση –απευθείας από την επιχείρηση– στοιχείων ισολογισμού, όπως για παράδειγμα η ΔΕΗ πούλησε σε ξένα χαρτοφυλάκια απλήρωτους λογαριασμούς πελατών τους. Συνήθως αυτά τα στοιχεία τιτλοποιούνται, και μέσω του fund μεταβιβάζονται σε τρίτο.
Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 28/04/2020