Την διάσπαση της αγοράς και την έντονη τάση απομόνωσης που παρατηρείται στο χώρο των Μμε καταδεικνύει μελέτη του ΟΟΣΑ, με το κύριο αρνητικό στοιχείο που τονίζεται να είναι πως στην Ελλάδα της κρίσης
- οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις προσφέρουν τις περισσότερες θέσεις εργασίας, αλλά κακά αμειβόμενες και χαμηλής αποδοτικότητας για την Οικονομία της χώρας.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι 9 στις 10 μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να εξάγουν όσα παράγουν και προσφέρουν, με αποτέλεσμα να μη μεγαλώνει η «πίτα» της αγοράς.
Σε ειδική μελέτη του ΟΟΣΑ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καταγράφονται οι κλάδοι όπου βρήκαν καταφύγιο και νέες δουλειές οι εργαζόμενοι.
Τρεις στις δέκα νέες θέσεις εργασίας (29%) που δημιουργούνται στην Ελλάδα από νέες μικρομεσαίες επιχειρήσεις ανήκουν
- στον κλάδο της Εστίασης και των Καταλυμάτων (καφέ, εστιατόρια, ξενοδοχεία κλπ), όσες σχεδόν και στον χώρο του Εμπορίου (28%).
Με διαφορά ακολουθούν οι
- επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνολογικές δραστηριότητες (12%), ο κατασκευαστικός τομέας (8%), η βιομηχανία (6%), μεταφορές και logistics (6%).
Στο «παραπέντε» μιας νέας Τεχνολογικής Επανάστασης, μόλις 3% προσέφεραν οι κλάδοι της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών.
Η Έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD: SME and Entrepreneurship Outlook 2019) αποτυπώνει ότι οι θέσεις δουλειάς σε πολύ Μικρές ελληνικές επιχειρήσεις (1-9 άτομα προσωπικό), αποφέρουν 40%-50% μικρότερη Προστιθέμενη Αξία σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. Αντιθέτως οι Μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις (με 50-249 άτομα προσωπικό) προσφέρουν περισσότερες αλλά και υψηλότερης Προστιθέμενης Αξίας θέσεις εργασίας εν σχέσει με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά για την ελληνική Οικονομία.
Όχι τυχαία λοιπόν, όπως αναφέρει η Έκθεση, οι Έλληνες εργαζόμενοι παραπονούνται «ότι έχουν υπερβολικά προσόντα για την δουλειά που κάνουν» (“over-qualified for their jobs”).
Το πρόβλημα για την ελληνική Οικονομία είναι, όπως φαίνεται, η απουσία Μεγάλων επιχειρήσεων με πάνω από 250 άτομα προσωπικό, που και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό προσφέρουν την πιο μεγάλη προστιθέμενη αξία.
Και αυτό αντανακλάται σε ένα κυρίως στοιχείο: παρά το τεράστιο πλήθος μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μόλις το 8% έχει εξαγωγική δραστηριότητα. Αντίστροφα δηλαδή, το 92% των επιχειρήσεων αυτών δεν ξέρουν ή δεν στοχεύουν να κάνουν εξαγωγές. Το αποτέλεσμα της εσωστρέφειας όμως, όπως καταγράφει και η έκθεση, είναι να παραμένουν εγκλωβισμένες σε ένα ασφυκτικά πιεστικό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία αναδιάρθρωσης χρεοκοπημένων επιχειρήσεων και κλάδων –με ό,τι αυτό σημαίνει για το μέλλον τους και για το μέλλον των εργαζομένων και της χώρας.