Εναλλακτικά σενάρια εξετάζει η Αθήνα προκειμένου να καλύψει τον χρόνο που θα απαιτηθεί μέχρι τη λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, πολύ δε περισσότερο μέχρι τη στιγμή που θα αρχίσει η εκταμίευση των κονδυλίων.

Η θεαματική υποδοχή της τελευταίας εξόδου της χώρας στις αγορές ενισχύει αυτές τις διεργασίες, σε συνδυασμό μάλιστα με τις πρώτες ενθαρρυντικές ενδείξεις που έρχονται από συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας. Δίνοντας την ευχέρεια στην ελληνική πλευρά να διατηρεί και να προσβλέπει σε πολλαπλές πηγές πολύτιμης ρευστότητας, άντλησης κεφαλαίων.

Για την έκδοση της προηγούμενης Τρίτης ο αρχικός σχεδιασμός της ελληνικής πλευράς μπορεί να προέβλεπε την άντληση ενός ποσού (στα 2,5 δισ.), ωστόσο η πιεστική ζήτηση από μεγάλα σπίτια και η υπερβάλλουσα προσφορά την «ανάγκασαν» να πάρει 3 δισεκατομμύρια. Με επιτόκιο 1,55%, που περίπου πέρσι τέτοια εποχή διαμορφωνόταν λίγο χαμηλότερα του 4%. Πρακτικά, περί τις 235 μονάδες βάσης, που σε όρους αντιστοίχισης καθαρού οφέλους μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 350-400 εκατομμύρια.

Έτσι, πριν καν ολοκληρωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2020, η Αθήνα έχει φτάσει να καλύψει τα 7,5 από τα 8 δισ. που είχε θέσει ως ανώτερο στόχο, με βάση τον προγραμματισμό του Δεκεμβρίου 2019.

Πολύ πριν μεγεθυνθεί στην Κίνα το πρόβλημα του Covid-19, στην κυβέρνηση σχεδίαζαν ένα συντηρητικό «καλάθι» εκδόσεων κρατικών ομολόγων και μετακύλισης/διεύρυνσης εντόκων γραμματίων.

Το πώς το αρχικό συντηρητικό πρόγραμμα μετεξελίχθηκε σε επιθετικό θα πρέπει να αποδοθεί στην πανδημία, στις πρωτόγνωρες καταστάσεις που προκλήθηκαν στην οικονομία, εξέλιξη που υποχρέωσε την ΕΚΤ να υλοποιήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ενέργειες στις οποίες υπό κανονικές συνθήκες δεν θα προχωρούσε. Τουλάχιστον όχι τόσο άμεσα και σε αυτήν την έκταση.

Με τη χώρα μας να είναι, κατά κοινή εκτίμηση, από τις ωφελημένες των δράσεων της Φραγκφούρτης, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται, πλέον, η διαχείριση άλλων ζητημάτων, όπως λ.χ. των πόρων του Ταμείου, του ρόλου του ΕΜΣ, της αποπληρωμής του ΔΝΤ. Ευρύτερα, του μείζονος προβλήματος της δραστικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων/ανοιγμάτων, της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, της πραγματικής οικονομίας.

Μάλιστα, δεν είναι υπερβολή να θεωρηθεί πως οι πρόσφατες αποφάσεις της Κριστίν Λαγκάρντ για διεύρυνση ποσοτική (κατά 600 δισ. σε 1,35 τρισ.) και χρονική (μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2021) του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων «έστρωσαν το κόκκινο χαλί» στους υποψήφιους αγοραστές «ελληνικού χρέους», με συνακόλουθο αποτέλεσμα την προσφορά πλέον των 17 δισεκατομμυρίων.

Ωστόσο, είχαν προηγηθεί δύο κινήσεις, στις οποίες δεν δόθηκε μεγάλη σημασία: η ανακοίνωση ύφεσης για το πρώτο τρίμηνο –ηπιότερη από ό,τι είχε εκτιμηθεί– και η άντληση διευρυμένου ποσού (1,35 δισ.) μέσω εντόκων γραμματίων. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η απόδοση του ελληνικού 10ετούς να διαμορφωθεί σε ελκυστικότερα επίπεδα από το αντίστοιχο ιταλικό, περνώντας το μήνυμα στις αγορές πως η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί φθηνότερα από ό,τι η Ιταλία. Δηλαδή να αποφέρει μεγαλύτερο όφελος στους κατόχους/αγοραστές των κρατικών της τίτλων.

Συν τω χρόνω, ανακοινώθηκε και το οριστικό σχήμα των κυρίων αναδόχων, στους οποίους αυτήν τη φορά συμπεριλαμβάνονταν η Goldman Sachs και η JP Morgan.

Εναλλακτικά σενάρια εξετάζει η Αθήνα προκειμένου να καλύψει τον χρόνο που θα απαιτηθεί μέχρι τη λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, πολύ δε περισσότερο μέχρι τη στιγμή που θα αρχίσει η εκταμίευση των κονδυλίων.

Η θεαματική υποδοχή της τελευταίας εξόδου της χώρας στις αγορές ενισχύει αυτές τις διεργασίες, σε συνδυασμό μάλιστα με τις πρώτες ενθαρρυντικές ενδείξεις που έρχονται από συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας. Δίνοντας την ευχέρεια στην ελληνική πλευρά να διατηρεί και να προσβλέπει σε πολλαπλές πηγές πολύτιμης ρευστότητας, άντλησης κεφαλαίων.

Για την έκδοση της προηγούμενης Τρίτης ο αρχικός σχεδιασμός της ελληνικής πλευράς μπορεί να προέβλεπε την άντληση ενός ποσού (στα 2,5 δισ.), ωστόσο η πιεστική ζήτηση από μεγάλα σπίτια και η υπερβάλλουσα προσφορά την «ανάγκασαν» να πάρει 3 δισεκατομμύρια. Με επιτόκιο 1,55%, που περίπου πέρσι τέτοια εποχή διαμορφωνόταν λίγο χαμηλότερα του 4%. Πρακτικά, περί τις 235 μονάδες βάσης, που σε όρους αντιστοίχισης καθαρού οφέλους μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 350-400 εκατομμύρια.

Έτσι, πριν καν ολοκληρωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2020, η Αθήνα έχει φτάσει να καλύψει τα 7,5 από τα 8 δισ. που είχε θέσει ως ανώτερο στόχο, με βάση τον προγραμματισμό του Δεκεμβρίου 2019.

Πολύ πριν μεγεθυνθεί στην Κίνα το πρόβλημα του Covid-19, στην κυβέρνηση σχεδίαζαν ένα συντηρητικό «καλάθι» εκδόσεων κρατικών ομολόγων και μετακύλισης/διεύρυνσης εντόκων γραμματίων.

Το πώς το αρχικό συντηρητικό πρόγραμμα μετεξελίχθηκε σε επιθετικό θα πρέπει να αποδοθεί στην πανδημία, στις πρωτόγνωρες καταστάσεις που προκλήθηκαν στην οικονομία, εξέλιξη που υποχρέωσε την ΕΚΤ να υλοποιήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ενέργειες στις οποίες υπό κανονικές συνθήκες δεν θα προχωρούσε. Τουλάχιστον όχι τόσο άμεσα και σε αυτήν την έκταση.

Με τη χώρα μας να είναι, κατά κοινή εκτίμηση, από τις ωφελημένες των δράσεων της Φραγκφούρτης, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται, πλέον, η διαχείριση άλλων ζητημάτων, όπως λ.χ. των πόρων του Ταμείου, του ρόλου του ΕΜΣ, της αποπληρωμής του ΔΝΤ. Ευρύτερα, του μείζονος προβλήματος της δραστικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων/ανοιγμάτων, της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, της πραγματικής οικονομίας.

Μάλιστα, δεν είναι υπερβολή να θεωρηθεί πως οι πρόσφατες αποφάσεις της Κριστίν Λαγκάρντ για διεύρυνση ποσοτική (κατά 600 δισ. σε 1,35 τρισ.) και χρονική (μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2021) του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων «έστρωσαν το κόκκινο χαλί» στους υποψήφιους αγοραστές «ελληνικού χρέους», με συνακόλουθο αποτέλεσμα την προσφορά πλέον των 17 δισεκατομμυρίων.

Ωστόσο, είχαν προηγηθεί δύο κινήσεις, στις οποίες δεν δόθηκε μεγάλη σημασία: η ανακοίνωση ύφεσης για το πρώτο τρίμηνο –ηπιότερη από ό,τι είχε εκτιμηθεί– και η άντληση διευρυμένου ποσού (1,35 δισ.) μέσω εντόκων γραμματίων. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η απόδοση του ελληνικού 10ετούς να διαμορφωθεί σε ελκυστικότερα επίπεδα από το αντίστοιχο ιταλικό, περνώντας το μήνυμα στις αγορές πως η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί φθηνότερα από ό,τι η Ιταλία. Δηλαδή να αποφέρει μεγαλύτερο όφελος στους κατόχους/αγοραστές των κρατικών της τίτλων.

Συν τω χρόνω, ανακοινώθηκε και το οριστικό σχήμα των κυρίων αναδόχων, στους οποίους αυτήν τη φορά συμπεριλαμβάνονταν η Goldman Sachs και η JP Morgan.

 

Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 16/06/2020