Σειρά αλλαγών έρχεται για τη χρήση του πλαστικού χρήματος, καθώς κυβερνητικός σχεδιασμός είναι η αποτύπωση στο τραπεζικό σύστημα όσο το δυνατόν περισσότερων ακαθάριστων εσόδων επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών.
Απώτερος στόχος είναι ο περιορισμός του φαινομένου της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Σύμφωνα με πληροφορίες, δύο βασικές παρεμβάσεις αποσκοπούν στη μείωση της μη καταβολής φόρων.
Η πρώτη αφορά στην αύξηση των ποσοστών επί του εισοδήματος που μισθωτοί και συνταξιούχοι θα πρέπει να δαπανούν μέσω καρτών. Υπενθυμίζεται ότι επί του παρόντος τα ποσοστά διαμορφώνονται στο 10% (εισοδήματα έως 10.000 ευρώ), 15% (για εισοδήματα από 10.001 έως 30.001 ευρώ) και 20% για εισοδήματα από 30.001 ευρώ και άνω. Το οικονομικό επιτελείο στοχεύει στην αύξηση των εν λόγω ποσοστών σε 15%, 20% και 25% ή ακόμη και 30%, αντίστοιχα.
Παράλληλα, εξετάζεται η μείωση του μέγιστου απαιτούμενου ποσού από τα 30.000 ευρώ που είναι σήμερα σε 25.000 ευρώ ή και χαμηλότερα.
Από το πλαστικό χρήμα εξαιρούνται φορολογούμενοι άνω των 70 ετών, άτομα με ποσοστά αναπηρίας 80% και άνω, άτομα που βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, υπηρετούντες τη στρατιωτική τους θητεία, δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στο εξωτερικό, κάτοικοι χωριών κάτω των 500 κατοίκων και νησιών κάτω των 3.100 κατοίκων (όχι τουριστικές περιοχές), όσοι φορολογούνται με την κλίμακα των μισθωτών και έχουν διαφορά τεκμαρτού εισοδήματος για το κομμάτι του τεκμαρτού εισοδήματος καθώς και οι φορολογούμενοι που είναι μακροχρόνια νοσηλευόμενοι.
Οι ανωτέρω κατηγορίες, πάντως, οφείλουν να συγκεντρώνουν χειρόγραφες αποδείξεις. Από τη συλλογή αποδείξεων εν γένει εξαιρούνται οι στρατιωτικοί και οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν στην αλλοδαπή, οι διαμένοντες σε οίκο ευγηρίας, οι φυλακισμένοι και όσοι διαμένουν σε ψυχιατρικό κατάστημα.
Μία δεύτερη παρέμβαση που έχει τεθεί επί τάπητος είναι η μείωση του ελάχιστου ορίου αξίας δαπάνης καταναλωτή πάνω από την οποία η συναλλαγή θα πρέπει να διενεργηθεί μέσω τραπεζικού συστήματος. Σήμερα το σχετικό όριο είναι 500 ευρώ. Η μείωση που εξετάζεται είναι στο ποσό των 300 ευρώ ή και χαμηλότερα.