των Σπύρου Παπαθανασίου* και Δρόσου Κουτσοκώστα**
Η παγκόσμια οικονομία, όπως κατέδειξε περίτρανα η εμφάνιση της πανδημίας COVID-19, είναι ευάλωτη σε αρνητικούς εξωγενείς παράγοντες που εμφανίζονται αναπάντεχα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό τοπίο.
Η οικονομική κρίση που πυροδότησε η πανδημία είχε δραματικό αντίκτυπο στους παγκόσμιους δείκτες, η πλειονότητα των οποίων κατέρρευσε, αναγκάζοντας τους επενδυτές να αναζητήσουν τρόπους διαφοροποίησης των χαρτοφυλακίων τους προκειμένου να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους από την αυξημένη μεταβλητότητα που επικράτησε στις αγορές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταλυτική επίδραση του COVID-19 στην μεταβλητότητα των αποδόσεων αρκετών κλαδικών δεικτών του S&P 500.
Η επένδυση σε μετοχές αποτελεί κοινή πρακτική για την πλειονότητα των επενδυτών.
Ιστορικά, οι μετοχές κατατάσσονται σε διάφορους κλάδους, όπως η ενέργεια, τα ακίνητα κ.α., με τους επενδυτές να προσπαθούν να εντοπίσουν εκείνους που μπορούν να υπεραποδώσουν σε σχέση με το σύνολο της χρηματαγοράς.
Πέρα από την επιλογή συγκεκριμένων κλάδων για επένδυση, οι επενδυτές μπορούν να επιλέξουν μέσα από μια πληθώρα επενδυτικών στρατηγικών, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τις πεποιθήσεις τους σχετικά με τη μελλοντική πορεία της αγοράς.
Στο προσκήνιο της οικονομικής ατζέντας βρίσκεται τα τελευταία χρόνια η επένδυση σε «μετοχές αξίας»(value investing), μια στρατηγική που θεωρητικά μπορεί να προσφέρει σχετικά υψηλότερες αποδόσεις σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας σε σύγκριση με άλλες επενδυτικές προσεγγίσεις.
Αυτό οφείλεται στο ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, οι «μετοχές αξίας» χαρακτηρίζονται από χαμηλότερο κίνδυνο και μεταβλητότητα.
Ένα επιπλέον πλεονέκτημα αυτής της επενδυτικής στρατηγικής είναι ότι βασίζεται στη θεμελιώδη ανάλυση, και όχι στη διαίσθηση, δίνοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στους επενδυτές να εντοπίσουν μετοχές με χρηματιστηριακή αξία χαμηλότερη της «εσωτερικής-δίκαιης» τους αξίας.
Περαιτέρω, οι επενδυτές μπορούν να επωφεληθούν και από τα μερίσματα που προσφέρουν οι εταιρείες αξίας.
Ωστόσο, η αναγνώριση των υποτιμημένων μετοχών δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς η εκτίμηση της εσωτερικής αξίας μιας μετοχής είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης.
Η «επένδυση αξίας» (value investing) συχνά αντιπαραβάλλεται με την «επένδυση ανάπτυξης» (growth investing). Οι επενδυτές ανάπτυξης επιλέγουν μετοχές μικρών και αναδυόμενων εταιρειών που έχουν την προοπτική να προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με την αγορά.
Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες συχνά σχετίζονται με μεγαλύτερο κίνδυνο.
- Παρόμοια, οι μετοχές υψηλής μεταβλητότητας (volatility stocks) και υψηλού συντελεστή beta (high beta stocks) εκτίθενται επίσης σε αυξημένο κίνδυνο.
- Η μεγάλη μεταβλητότητα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες, αλλά προσφέρει επίσης τη δυνατότητα για υψηλές αποδόσεις.
Οι μετοχές υψηλού beta έχουν θετική συσχέτιση με τις αποδόσεις του υποκείμενου δείκτη, και μάλιστα σε ενισχυμένο βαθμό. Λόγω αυτής της ενίσχυσης, αυτές οι μετοχές τείνουν να υπεραποδίδουν σε ανοδικές αγορές, ωστόσο μπορεί να υστερήσουν σημαντικά σε αγορές με πτωτική τάση.
Από την άλλη πλευρά, στην προσπάθειά τους να μειώσουν τον κίνδυνο που ενέχουν τα χαρτοφυλάκια, πολλοί επενδυτές ακολουθούν «στρατηγικές ορμής» (momentum strategies), βασιζόμενοι στην πεποίθηση ότι μια υπάρχουσα τάση της αγοράς θα συνεχίσει να υφίσταται στο μέλλον.
Τέλος, η υιοθέτηση κριτηρίων Περιβαλλοντικών, Κοινωνικών και Εταιρικής Διακυβέρνησης (ESG) στη διαδικασία επένδυσης μετοχών είναι μια ταχέως αναπτυσσόμενη τάση διεθνώς. Τα κριτήρια ESG είναι πρότυπα που αναφέρονται στις λειτουργίες μιας επιχείρησης και τα οποία λαμβάνουν υπόψη οι επενδυτές εν όψει μιας πιθανής επένδυσης.
- Η διασύνδεση μεταξύ των χρηματοπιστωτικών αγορών έχει αναδειχθεί σε ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια, καθώς η μεταβλητότητα που εμφανίζεται σε μια συγκεκριμένη αγορά μπορεί να μεταδοθεί σε άλλες αγορές, οδηγώντας διαδοχικά σε χρηματοπιστωτικές ανισορροπίες.
Παρόλο που οι μετοχές έχουν συχνά συμπεριληφθεί μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία σε ένα μηχανισμό μετάδοσης μεταβλητότητας, η διασύνδεση μεταξύ των διαφόρων τύπων μετοχών που απαρτίζουν έναν δείκτη δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς.
Η μελέτη των Παπαθανασίου Σπ., Ντόκα Ι. και Κουτσοκώστα Δρ. στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «The North American Journal of Economics and Finance», επιχειρεί να καλύψει αυτό το κενό στη βιβλιογραφία, παρέχοντας στοιχεία σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών μετοχών.
Συγκεκριμένα, «ρίχνει φως» στη μετάδοση κινδύνου μεταξύ των μετοχών αξίας και άλλων τύπων μετοχώνπου αντιπροσωπεύουν διαφορετικά επενδυτικά στυλ για την περίοδο από 31/03/2011 έως 31/03/2021.
Το δείγμα της μελέτης αποτελείται από επτά κατηγορίες μετοχών του αμερικανικού δείκτη S&P 500, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών αξίας, ανάπτυξης, ορμής, ESG, υψηλού beta, κλασικού μετοχικού S&P500 καθώς και μετοχών υψηλής μεταβλητότητας.
Η διερεύνηση της μετάδοσης μεταβλητότητας μεταξύ των εν λόγω δεικτών πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας τη βελτιωμένη τροποποίηση του μεθοδολογικού πλαισίου των Diebold και Yilmaz (2012).
Επιπλέον, αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των μετοχών αξίας στην αντιστάθμιση του κινδύνου εντός ενός διμερούς χαρτοφυλακίου που προέρχεται από τη μεταβλητότητα των τιμών των υπόλοιπων μετοχών.
Τα εμπειρικά αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι υπό εξέταση δείκτες είναι μετρίως διασυνδεδεμένοι, με την αλληλεξάρτηση να είναι ευαίσθητη σε εξωτερικούς κραδασμούς στο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, όπως η κρίση της Ευρωζώνης, η κατάρρευση της αγοράς πετρελαίου και η εκδήλωση της πανδημίας COVID-19.
Οι μετοχές ανάπτυξης, ESG, κλασικές S&P 500 και ορμής είναι οι πηγές μετάδοσης κινδύνου στις μετοχές υψηλής μεταβλητότητας, υψηλού beta και αξίας. Τα εμπειρικά ευρήματα επιπλέον υποδεικνύουν ότι οι μετοχές αξίας μπορούν να αποτελέσουν ένα πολύτιμο εργαλείο διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου για τους επενδυτές, καθώς μπορούν να μειώσουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο που προκύπτει από τη μεταβλητότητα των υπόλοιπων μετοχών.
Συμπερασματικά, η μελέτη καταδεικνύει τον ρόλο των μετοχών ανάπτυξης, ESG, κλασικών S&P-500 και ορμής ως κύριων διαύλων μετάδοσης κινδύνου σε άλλες κατηγορίες μετοχών, γεγονός που δίνει στις ρυθμιστικές αρχές μια κατεύθυνση για τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου και τη δημιουργίακατάλληλων πολιτικών που θα εξασφαλίσουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ακόμη, η μελέτη υποδηλώνει ότι οι επενδυτές που κατέχουν τύπους μετοχών, ευάλωτων σε διακυμάνσεις της αγοράς, πρέπει να επιδείξουν ανάλογη αντίδραση και να διαχειριστούν τα χαρτοφυλάκιά τους, χρησιμοποιώντας τις μετοχές αξίας ως βέλτιστη στρατηγική μείωσης του κινδύνου.
Αυτή η στρατηγική αποδεικνύεται επιτακτική για επενδυτές με υψηλή ανοχή κινδύνου, καθώς μπορεί να τους εξασφαλίσει σημαντικά οφέλη, χωρίς παράλληλη μείωση της απόδοσης του χαρτοφυλακίου τους.
Αυτά τα συμπεράσματα καθίστανται ακόμη πιο σημαντικά κατά τη διάρκεια περιόδων αναταραχής, όταν η διασύνδεση ενισχύεται και η ανάγκη για διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου είναι πιο έντονη.
===================================================
* Ο Σπύρος Παπαθανασίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
* Ο Δρόσος Κουτσoκώστας είναι Διδάκτωρ Χρηματοοικονομικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
====================================================
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του B.