Στο ενδεχόμενο να είναι το ΑΕΠ της Γαλλίας και τα έσοδα χαμηλότερα των στόχων, θα χρειαστεί να αποδεχτούμε ένα ευρύτερο δημοσιονομικό κενό από ό,τι αρχικά προγραμματιζόταν. Δήλωση-«σοκ» του Ερίκ Λομπάρ, βράδυ Παρασκευής, και αφού στο Παρίσι «μετρούσαν» τις βαθιές πληγές που άφηνε πίσω της η «επίθεση» της Ουάσιγκτον με την πρώτη δέσμη δασμών.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας γνώριζε πολύ καλά τι έλεγε, δεν θα μπορούσε άλλωστε να κάνει διαφορετικά, δεδομένης της δυσχερούς θέσης στην οποία βρίσκεται η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Σε πάνω από 3,2 τρισ. ευρώ ανέρχεται το δημόσιο χρέος (στα 3,05 τρισ. ευρώ το ΑΕΠ/2023), στο 5,8% το έλλειμμα προϋπολογισμού (στοιχεία Insee), ενώ τις τελευταίες εβδομάδες το Παρίσι γίνεται αποδέκτης συνεχών προειδοποιήσεων από τους οίκους αξιολόγησης. Τον Δεκέμβριο, η Moody’s υποβάθμισε την αξιολόγησή της ενώ τόσο η S&P όσο και η DBRS έχουν θέσει αρνητικές προοπτικές από την αρχή του έτους.
Συνοπτικά, αυτό είναι το πλαίσιο για την οικονομία της Γαλλίας, που εάν συνεχίσει να υφίσταται τις συνέπειες των δασμών Τραμπ, θα σφίγγει όλο και περισσότερο σαν μέγγενη γύρω από την επιχειρηματικότητα, την πραγματική οικονομία και –το εξίσου σημαντικό– την κοινωνία, που είναι καιρό τώρα σε «σημείο βρασμού».
Προφανώς και ο Ερίκ Λομπάρ τα γνωρίζει και αυτά (τα κοινωνικά), όπως και τη σκληρή γραμμή που έχει υιοθετήσει ο Εμανουέλ Μακρόν ως προς την ενεργοποίηση αντιμέτρων, δηλαδή δασμών στους δασμούς Τραμπ, σε κοινή γραμμή με τη Γερμανία. Για αυτό και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών ήταν ξεκάθαρος λέγοντας πως θέμα νέων περικοπών δεν υφίσταται.
Οι δηλώσεις Λομπάρ γίνονται με αποδέκτες δύο ακροατήρια: το ένα «εσωτερικό» προς μια κοινωνία που «βράζει», το άλλο προς Βρυξέλλες. Θυμίζω ότι πριν από την επιβολή των δασμών Τραμπ, η γαλλική κυβέρνηση είχε επαναβεβαιώσει ένα σχέδιο για τη μείωση του δημοσιονομικού κενού στο 5,4% της οικονομικής παραγωγής, στόχος που είχε συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό που είχε κατατεθεί με καθυστέρηση (τον Φεβρουάριο), ως απόρροια των πολιτικών εξελίξεων που είχαν οδηγήσει σε παραίτηση την προηγούμενη κυβέρνηση. Αυτά προ της 2ας Απριλίου, γιατί από την Παρασκευή (4 Απριλίου) έχει ξημερώσει μια άλλη, ζοφώδης μέρα, με όσα ακολουθούν να προϊδεάζουν για ακόμη χειρότερες.
Τούτων (των τελευταίων) δοθέντων, εύλογα είναι τα ερωτήματα, με το πρώτο να αφορά στις Βρυξέλλες. Πρακτικά, εάν έχουν όντως συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης και όσων έπονται και εάν, μεταξύ όλων των άλλων, η Κομισιόν θα επιμείνει στην άτεγκτη δημοσιονομική λογική, η οποία, αν πριν από τις 2 Απριλίου έδειχνε δύσκολη, μετά την ημερομηνία αυτή είναι ανέφικτη.
Επί της ουσίας, τι θα γίνει με το Σύμφωνο Σταθερότητας, με τον δημοσιονομικό «κορσέ» που φαντασιωνόταν η Γερτρούδη Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τα συναφή. Το δεύτερο αφορά τη Φραγκφούρτη, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που μετά τις τελευταίες εξελίξεις –και δη όσες ακολουθούν– θα πρέπει να δείξει πως μπορεί να κάνει κάτι. Στις 16-17 Απριλίου γίνεται η επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ (κοντοζυγώνει), με έναν επιπλέον «πονοκέφαλο», τη συνέπεια από την εξασθένηση του δολαρίου –δηλαδή βελτιώνει την εξαγωγιμότητα των αμερικανικών προϊόντων έναντι των ανταγωνιστικών και ιδιαίτερα σε αγορές κρίσιμες της άμυνας/οπλικών συστημάτων και ενέργειας.
ΑΠΟ ΧΡΗΜΑ WEEK