του Ηλία Κυριόπουλου, επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics and Political Science (LSE)

Δεδομένης της ευρείας κοινωνικής αποδοχής αλλά και των πρόσφατων προεκλογικών δεσμεύσεων, η επόμενη περίοδος είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τον σχεδιασμό μιας νέας μεταρρυθμιστικής ατζέντας στην Υγεία.

Οι πολυετείς δημοσιονομικοί περιορισμοί, σε συνδυασμό με εξωγενείς πιέσεις, που σχετίζονται με δημογραφικές, επιδημιολογικές και τεχνολογικές αλλαγές, δημιουργούν αυξανόμενη πίεση και διαρθρωτικές στρεβλώσεις στη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας. Υπό αυτήν την έννοια, ένα πλήρες μεταρρυθμιστικό σχέδιο οφείλει να απαντά στις μείζονες χρηματοδοτικές προκλήσεις και να προτείνει λύσεις που θα ενισχύσουν τη χρηματοδοτική βιωσιμότητα, προάγοντας αφενός την ποιότητα της φροντίδας, αφετέρου την ισότητα και την οικονομική αποδοτικότητα.

Βασικές προκλήσεις

Ποια είναι, όμως, η «μεγάλη εικόνα» και ποιες οι βασικές προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε;

Πρώτον, η συνολική χρηματοδότηση του τομέα της υγείας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη συγκριτικά με άλλες αντίστοιχες χώρες. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ανέρχεται σε 8,6% του ΑΕΠ έναντι 9,2% μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και του αρκετά υψηλότερου μέσου όρου μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Σε κατά κεφαλήν όρους, η Ελλάδα έχει μία από τις χαμηλότερες δαπάνες υγείας στην ΕΕ, μαζί με τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία.

Δεύτερον, παρατηρείται διαχρονική δημόσια υποχρηματοδότηση. Ενδεικτικά, η δημόσια δαπάνη υγείας κυμαίνεται στο 5,1% του ΑΕΠ, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος ανέρχεται σε 7% μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Παράλληλα, το γεγονός ότι οι δημόσιοι πόροι για την Υγεία αντιστοιχούν σε περίπου 10% των συνολικών δημόσιων δαπανών (έναντι μέσου όρου 15% μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ) αναδεικνύει και ένα επιπλέον ζήτημα: ότι ο υγειονομικός τομέας δεν αποτελεί χρηματοδοτική προτεραιότητα έναντι άλλων τομέων δημόσιας πολιτικής.

Τρίτον, περισσότερο από 30% της χρηματοδότησης του τομέα της υγείας προέρχεται από απευθείας πληρωμές των νοικοκυριών, με μεγάλο τμήμα αυτών να αφορά σε νοσοκομειακές υπηρεσίες. Μαζί με τη Βουλγαρία, η Ελλάδα έχει τις υψηλότερες απευθείας ιδιωτικές πληρωμές (ως ποσοστό της δαπάνης υγείας) μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μείζονα προβλήματα. Δεδομένου του ότι οι ιδιωτικές δαπάνες είναι αντίστροφα προοδευτικές, η χρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα είναι από τις πιο άνισες μεταξύ των χωρών της ΕΕ, πλήττοντας τους οικονομικά ασθενέστερους και αυτούς που έχουν αυξημένες ανάγκες υγείας.

Παράλληλα δημιουργούνται σημαντικά εμπόδια στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και συχνά απειλείται η οικονομική βιωσιμότητα των νοικοκυριών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία για το 2019, το 8,9% των ελληνικών νοικοκυριών υφίσταται καταστροφικές δαπάνες, εξαιτίας των πληρωμών του για υπηρεσίες υγείας.

Τέταρτον, το 42% της δαπάνης υγείας αφορά σε νοσοκομειακές υπηρεσίες, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι μόλις 28%. Παράλληλα, η χρηματοδότηση των εξωνοσοκομειακών υπηρεσιών και της μακροχρόνιας φροντίδας είναι σημαντικά χαμηλότερη, γεγονός που αναδεικνύει τον νοσοκομειοκεντρικό χαρακτήρα του συστήματος υγείας.

Ενδεικτικά –παρόλο που η Ελλάδα αντιμετωπίζει ήδη σημαντικές δημογραφικές προκλήσεις–, η δαπάνη για τη μακροχρόνια φροντίδα είναι μόλις 2% της συνολικής δαπάνης, έναντι 13% μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.

Πέμπτον, οι μέθοδοι χρηματοδότησης δεν παρέχουν κίνητρα στους παρόχους, με τον εξορθολογισμό της δαπάνης να στηρίζεται σε ημίμετρα και εμβαλωματικές πολιτικές. Ενδεικτικά, ύστερα από μια δεκαετία και πλέον από τη θεσμοθέτηση του συστήματος ΚΕΝ, δεν έχουν γίνει τα απαιτούμενα βήματα προς την πλήρη προοπτική χρηματοδότηση του νοσοκομειακού τομέα. Αντίστοιχα, η χρηματοδότηση της φαρμακευτικής φροντίδας δεν βασίζεται σε ένα τεκμηριωμένο σύστημα αξιολόγησης τεχνολογιών και τιμολόγησης, με αποτέλεσμα η συγκράτηση της δαπάνης να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε θεσμοθετημένα όρια δαπάνης, που δεν προάγουν τη μεγιστοποίηση του υγειονομικού οφέλους και την οικονομική αποδοτικότητα.

Η ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος χρηματοδότησης είναι προϋπόθεση και αναγκαία συνθήκη. Οι προκλήσεις αναφορικά με τη χρηματοδότηση της Υγείας θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα είναι εάν θα ενταθεί και ο σχεδιασμός για έναν βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο τρόπο χρηματοδότησης του τομέα της υγείας. Οπότε, ας απαντήσουμε πρώτα στο ερώτημα: ποιοι και γιατί πληρώνουν για την υγεία τους;

Πηγή: περιοδικό ΧΡΗΜΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ