Υπέρ των  «κόκκινων» δανειοληπτών που έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη τάχθηκε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη, κατά την συζήτηση στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, για τον τρόπο τοκισμού των τοκοχρεολυτικών δόσεων των οφειλετών προς τα funds και τις τράπεζες, την περασμένη εβδομάδα. 

Αναλυτικότερα, την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με πρόεδρο την Ιωάννα Κλάπα και εισηγητή τον αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, την απασχόλησε ο τρόπος ανατοκισμού των δόσεων των «κόκκινων» δανείων που έχουν υπαχθεί στο νόμο Κατσέλη.

Συγκεκριμένα, συζητήθηκε το προδικαστικό ερώτημα, που απηύθυνε το Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων αναφορικά με τη διχογνωμία που έχει ανακύψει από την έκδοση αντίθετων αποφάσεων, σχετικά με τον τοκισμό των τοκοχρεολυτικών δόσεων των δανειοληπτών οφειλετών προς τα funds, που έχουν καθορισθεί με αποφάσεις των Ειρηνοδικείων στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη.

Τα funds, κ.λπ. υποστηρίζουν ότι το επιτόκιο των μηνιαίων δόσεων υπολογίζεται επί του συνόλου της οφειλής και όχι επί κάθε μηνιαίας δόσης, κάτι το οποίο έχει ως αποτέλεσμα η μηνιαία δόση του δανείου, να υπερδιπλασιάζεται.

Αντίθετα, οι δανειολήπτες υποστηρίζουν ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου 3689/2010 (νόμος Κατσέλη), επιβάλλει το επιτόκιο να υπολογίζεται επί κάθε μηνιαίας δόσης και όχι επί του κεφαλαίου.

Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μεταξύ των άλλων, επισήμανε ότι «ο υπολογισμός του επιτοκίου πρέπει να γίνει επί της μηνιαίας δόσης και όχι επί του κεφαλαίου της οφειλής, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εναρμονίζεται με τον πρωταρχικό σκοπό του ν. 3869/2010, δηλαδή την αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων στα οποία οδήγησε η υπερχρέωση των φυσικών προσώπων και την απαλλαγή των χρεών των υπερχρεωμένων δανειοληπτών, προς εξυπηρέτηση του ευρύτερου, δημόσιου συμφέροντος, σκοπού της επανάκτησης από τους τελευταίους της αγοραστικής τους δύναμης και της επανένταξής τους στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα».