Δημήτρης Λιάκος και Θεόδωρος Καλαντώνης θα έχουν ακόμη μία τηλεδιάσκεψη σήμερα με τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε μια προσπάθεια να οριστικοποιηθεί το περιεχόμενο του Σχεδίου Νόμου που θα καταθέσει η κυβέρνηση στη Βουλή για την σταδιακή κατάργηση του καθεστώτος προστασίας πρώτης κατοικίας.
Ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος και ο αναπληρωτής Δνων Σύμβουλος της Eurobank Θεόδωρος Καλαντώνης θα προσπαθήσουν να καθησυχάσουν τη διοίκηση της ΕΚΤ που εκτιμά ότι οι σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις μπορούν να βλάψουν την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος. Το θεσμικό πλαίσιο καλλιεργεί κουλτούρα ασυνέπειας μεταξύ των δανειοληπτών. Η ΕΚΤ επισημαίνει τη μεγάλη εμβέλεια και το ευρύ πεδίο εφαρμογής της νέας ρύθμισης για την πρώτη κατοικία, αλλά και το γεγονός ότι οι τράπεζες υποχρεούνται δια νόμου να κάνουν κούρεμα των οφειλών που είναι πάνω από το 120% της αξίας του ακινήτου.
Το νομοσχέδιο
- «μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις τράπεζες, ιδίως όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τις ανάγκες σχηματισμού προβλέψεων και την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους, καθώς ενδέχεται να τις οδηγήσει σε προσαρμογές των όρων αποτίμησης των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα επίπεδα προβλέψεων και στο κεφάλαιο των πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω της αβεβαιότητας που το σχέδιο νόμου εισάγει σε ό,τι αφορά τον αριθμό των προσώπων που εν τέλει θα υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις», σημειώνει .
Η ΕΚΤ υπογραμμίζει το γεγονός ότι το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις τιτλοποιήσεις και τις πωλήσεις δανείων, αλλά και να επιδεινώσει τις συνθήκες χορηγήσεων δανείων στην πραγματική οικονομία ή να αυξήσει το κόστος για τους συνεπείς δανειολήπτες.
Όπως σημειώνει «το σχέδιο νόμου μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τη χορήγηση πιστώσεων και την τιμολόγηση των ενυπόθηκων δανείων.
Τα πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν με τη σειρά τους να αυστηροποιήσουν αδικαιολόγητα τους όρους δανειοδότησης, ιδίως προκειμένου να αντισταθμίσουν τυχόν πιστωτικές ζημίες από την εφαρμογή του σχεδίου νόμου, ανεβάζοντας έτσι το κόστος χρηματοδότησης γενικότερα για την οικονομία, και ειδικότερα για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που, αν και αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, συνεχίζουν να εξυπηρετούν τις οφειλές τους. Οι επιπτώσεις του σχεδίου νόμου στην πραγματική οικονομία είναι αβέβαιες».
Επιπλέον «μπορεί να παρακωλύσει τη ροή πιστώσεων στην οικονομία».