Η χθεσινή συνεδρίαση στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, ανήκει δικαιωματικά στην μετοχή του Μυτιληναίου. Για πολύ μεγάλο διάστημα της ήταν η μόνη μετοχή από τις 21 μη τραπεζικές του δείκτη, που είχε σταθερά αγοραστές με αποτέλεσμα την ώρα που…βούλιαζε ο τραπεζικός κλάδος να φτάνει μέχρι τα 7,71 ευρώ.
Στα δύσκολα της συνεδρίασης ήταν μόνος του, για μεγάλο διάστημα, για να έρθουν προς το τέλος να συνδράμουν και ΕΛΠΕ, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΟΠΑΠ, ΕΛΛΑΚΤΩΡ, Σαράντης, Τέρνα Ενεργειακή.
Γιατί όμως ξεχώρισε ο Μυτιληναίος; Τι βλέπουν οι αγοραστές;
Εκτός των άλλων έχει ανοίξει τον δρόμο των απ΄ευθείας εισαγωγών “γαλάζιου χρυσού” μέσω αγωγών από την Gazprom, ξεκίνησε συνεργασία με την Qatar Petroleum (στο σκέλος του LNG) ενώ πρόσφατα υπέγραψε μακροπρόθεσμη σύμβαση με μεγάλο Ευρωπαίο προμηθευτή και ταυτόχρονα δηλώνει “παρών” στην αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ Εμπορίας.
- Η Μυτιληναίος είναι ήδη ο μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου στην χώρα- απορροφά το 30% των εισαγόμενων ποσοτήτων- και οι ανάγκες της θα αυξηθούν περισσότερο (από 1,5 δισ κ.μ σήμερα σε 2,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα στο μέλλον) με τη νέα ηλεκτροπαραγωγική μονάδα των 650 MW στο συγκρότημα του Αγίου Νικολάου Βοιωτίας.
Συνεπώς να ένας πολύ ισχυρός λόγος για να προτιμήσουν τα μεγάλα επενδυτικά σπίτια την εισηγμένη. Κάτι που αποτυπώθηκε χθες και στο χρηματιστηριακό ταμπλό.
H κακοκαιρία απαιτεί αυξημένες ποσότητες καυσίμων. Η ζήτηση για φυσικό αέριο στην Ελλάδα αυξάνεται γεωμετρικά.
- Η πρώτη ιδιωτική εταιρεία που εισάγει υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ είναι ο Όμιλος Μυτιληναίου. Σε λίγες μέρες, η Μυτιληναίος εισάγει στη χώρα μας, ένα μεγάλο φορτίο 170 χιλιάδων κυβικών μέτρων.
- Το φορτίο εξασφαλίσθηκε μέσω swap με αμερικανική εταιρεία και αναμένεται να καταφθάσει στον σταθμό του ΔΕΣΦΑ, στη Ρεβυθούσα σε 15 ημέρες.
Το προηγούμενο φορτίο LNG της Μυτιληναίος, το οποίο έφτασε στη Ρεβυθούσα στις αρχές Ιανουαρίου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κάλυψη της ζήτησης στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε.
Η εισαγωγή του γίνεται σε μία χρονική συγκυρία όπου θα συμβάλει σημαντικά στη διασφάλιση της επάρκειας τροφοδοσίας, καθώς λόγω των επαναλαμβανόμενων κυμάτων κακοκαιρίας, η κατανάλωση καυσίμου κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα.