Από τo Πέτρο Μυλωνά, Head of Southern Europe, LXM Group
Μετά από ένα ήρεμο διάστημα στις αγορές, η Ευρωζώνη φαίνεται να εισέρχεται σε άλλη μια περίοδο αβεβαιότητας. Τις τελευταίες μέρες, τα γεγονότα στην Ιταλία και την Ισπανία έχουν κλονίσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στην Ιταλία, η κατάρρευση της ευρωσκεπτιστικής συμμαχίας μεταξύ του Κινήματος 5 Αστέρων και της Λίγκας οδήγησε σε μια λαϊκιστική κυβέρνηση συνασπισμού με πρωθυπουργό τον πρώην αξιωματούχο του ΔΝΤ Carlo Cottarelli, ο οποίος ορκίστηκε τη Παρασκευή.
Την ίδια μέρα στην Ισπανία, ο Marianno Rajoy παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού μετά από τη πρόταση μομφής που προκλήθηκε από το σκάνδαλο διαφθοράς του κόμματος του. Τα γεγονότα στην Ιταλία, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν αυξήσει την ανησυχία τόσο των επενδυτών όσο και των Βρυξελλών, ενώ η ψήφος στην Ισπανία φαίνεται να είχε μικρότερη επίδραση.
Το ερώτημα παραμένει κατά πόσο αυτό παραμένει ένα Ιταλικό πρόβλημα, με τους Ιταλούς ψηφοφόρους να επιδιώκουν μια σκληρότερη στάση απέναντι στην Βρυξέλλες, που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην Ιταλία, ενώ η Ελλάδα στοχεύει να επιστρέψει στις κεφαλαιαγορές όταν ολοκληρωθεί το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο. Η προοπτική της Αθήνας να μπορέσει να αποδεσμευθεί και να αποκτήσει ομαλότητα μετά τη λήξη του προγράμματος χωρίς καμία βοήθεια έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω των πρόσφατων Ιταλικών εξελίξεων, και σε κάποιο βαθμό λόγω της Ισπανικής αναταραχής.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό πως η Ελλάδα χρειάζεται μια προληπτική γραμμή πίστωσης ως «κεφαλαιακό μαξιλάρι», καθώς η χώρα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της μετά τη χειρότερη οικονομική κρίση της εποχής μας.
Η κυβέρνηση, επιδιώκοντας μια καθαρή έξοδο, έχει απορρίψει αυτή την επιλογή. Εμείς πιστεύουμε πως η ελληνική κυβέρνηση θα τηρήσει την τωρινή της στάση, πώς η δημοσιονομική υπεραπόδοση, η ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης, η ρύθμιση του ελληνικού δημόσιου χρέους, ένα ισχυρό κεφαλαιακό μαξιλάρι, και η παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα είναι αρκετά ώστε να διασφαλίσουν πως η Ελλάδα θα συνεχίσει να οδεύει προς την ανάκαμψη.