Πρόσφατη απόφαση τους Συμβουλίου της Επικρατείας οδηγεί στο κλείσιμο εκατοντάδων φορολογικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν στα διοικητικά δικαστήρια και αφορούσαν σε υποθέσεις φορολογουμένων στους οποίους είχαν βεβαιωθεί μεγάλα πρόστιμα από την εφορία και εκείνοι επεδίωκαν να τα περιορίσουν αναδρομικά επικαλούμενοι νεότερες φορολογικές διατάξεις που ήταν πιο ευνοικές.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε (ΣτΕ 1438/2018) πως η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ευνοϊκότερης φορολογικής κύρωσης δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά μόνο κατόπιν προβολής αντίστοιχου λόγου από τον προσφεύγοντα.
Πιο συγκεκριμένα εκείνος που προσφεύγει καλείται να επικαλεσθεί κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ευνοϊκότερης φορολογικής κύρωσης, προσδιορίζοντας τη νεότερη ρύθμιση η οποία οδηγεί σε ελαφρύτερη κύρωση.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας η ευνοϊκότερη κύρωση δεν κρίνεται γενικώς, αλλά κατόπιν σύγκρισης του νομοθετικού πλαισίου που σχετίζεται με το χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της παράβασης έως την εκδίκαση της υπόθεσης.
Κατά την ίδια απόφαση, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ευνοϊκότερης φορολογικής κύρωσης, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής φορολογικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο, είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου φορολογίας, ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων που προβλέπονταν από το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς.
Αποσαφηνίζοντας με τον τρόπο αυτό το νομοθετικό πλαίσιο το Συμβούλιο της Επικρατείας οδήγησε αυτόματα στο κλείσιμο εκατοντάδων υποθέσεων στις οποίες οι φορολογούμενοι επικαλούνταν μη συγκρίσιμες νομοθετικές διατάξεις για να τύχουν ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης.