Στρωμένος με… δίνες είναι ο δρόμος της εξόδου της χώρας από το τρίτο μνημόνιο και –ακόμη– αβέβαιο το μεταμνημονιακό περιβάλλον αυξημένης εποπτείας (όπως το προδιέγραψε ο ίδιος ο Υπ. Οικ.). Τα παραπάνω είναι λογικό να λειτουργούν ανασταλτικά στις όποιες κινήσεις επενδυτών και funds.
Από τη μία η επιβάρυνση του επενδυτικού κλίματος στις διεθνείς αγορές, μετά και τον τελευταίο γύρο έντασης με επίκεντρο το… Συριακό, από την άλλη τα πολλά ανοιχτά μέτωπα που έχει μπροστά της η ελληνική οικονομία επιβραδύνουν τον, ούτως ή άλλως αργό, ρυθμό επαναφοράς.
Είθισται μια οικονομία στην αρχή της κυκλικής ανάκαμψης να «τρέχει» με ρυθμούς τουλάχιστον ίσους με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και τα τελευταία μηνύματα της ΕΛΣΤΑΤ είναι αποθαρρυντικά. Άλλωστε, τα στοιχεία του ΙΟΒΕ έδειχναν υστέρηση για τον Μάρτιο (οι 7 στους 10 καταναλωτές τα βγάζουν δύσκολα πέρα, οι Έλληνες παραμένουν οι πιο απαισιόδοξοι στην Ευρώπη κ.ά.), κλίμα που τις τελευταίες 1-2 εβδομάδες δυσχεραίνει περισσότερο, λόγω της όξυνσης της έντασης με την Τουρκία, αλλά και τον κίνδυνο ανάφλεξης λόγω Συρίας.
Ο γεωπολιτικός κίνδυνος, ευτυχώς –ακόμη–, δεν αποτυπώνεται στα μεγέθη που αφορούν στον τουρισμό, αλλά ούτε και στην πραγματική οικονομία, πλην όμως διάχυτη είναι η αίσθηση αναμονής και «παγώματος» των όποιων επιχειρηματικών σχεδιασμών μέχρι νεοτέρας… Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν θα κερδηθεί (ή θα χαθεί) το στοίχημα του τουρισμού (στα 14,595 δισ. έφθασαν το 2017 οι εισπράξεις από τον τουρισμό, έναντι 13,206 δισ. το 2016, αυξημένες κατά 10,51%), αλλά και από τη μορφή του αφηγήματος της εξόδου στις αγορές.
Δεδομένου του ότι, μέχρι τώρα, είναι ασαφή τα όποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και τα αποτελέσματα των ελέγχων αντοχής των συστημικών τραπεζών αναμένονται, η οικονομία παρουσιάζει επενδυτική υστέρηση, την ίδια ώρα που η πολιτική σταθερότητα αμφισβητείται και η όποια πρόβλεψη, ο όποιος σχεδιασμός για την επόμενη ημέρα, είναι κυριολεκτικά επί ξυρού ακμής.
Την ώρα, που η αγορά «διψά» για άμεσες επενδύσεις, σε μια περίοδο που πολλά περιουσιακά στοιχεία είναι υποτιμημένα (distress τιμές) και υπάρχει υπερπροσφορά φθηνού ανθρώπινου δυναμικού, ο δείκτης επενδύσεων βρίσκεται κολλημένος στο 12% του ΑΕΠ, από 24% που ήταν το 2008, στην αρχή της κρίσης.
Παράλληλα, η πραγματική οικονομία παραμένει δέσμια των επιπτώσεων των υπέρογκων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Όλα αυτά δεν δείχνουν πως η οικονομία έχει την απαιτούμενη δυναμική για να κάνει την υπέρβαση, πολύ δε περισσότερο για να επιτευχθούν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, που είναι αναγκαίοι για τη δημιουργία των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων την επόμενη 5ετία.
Σε αυτό το, ούτως ή άλλως, βαρύ περιβάλλον εκκίνησης έρχονται να προστεθούν, τις τελευταίες ημέρες, επιπλέον παράμετροι, που στο κακό σενάριο θα μπορούσαν μέχρι και να… τινάξουν την οικονομία στον αέρα!
Επιμέρους δείκτες (απόδοση 10ετούς ομολόγου, βιομηχανικής παραγωγής, κατανάλωσης κ.ά.) μπορεί να δείχνουν μικρή βελτίωση (αλλά ακόμη μακριά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ακόμη και από την προτελευταία Πορτογαλία), ωστόσο δεν αρκούν. Δεν αρκούν ούτε για το «ξεπάγωμα» άμεσων ξένων επενδύσεων, δεν παραπέμπουν σε αύξηση των κεφαλαίων για δημόσιες επενδύσεις (αντιθέτως, μειώνονται, προκειμένου να ενισχυθεί το πλεόνασμα), δεν συμβάλλουν στο κλείσιμο της ψαλίδας εξαγωγών/εισαγωγών (το 2017, παρά την αύξηση των εξαγωγών στα 27,9 από 24,4 δισ., υστέρησαν κατά 18,3 δισ. των εισαγωγών, διευρύνοντας το εμπορικό έλλειμμα).