Για την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χρειάζεται αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου, το οποίο πρέπει να δομηθεί στον περιορισμό της σημασίας της καταναλωτικής δαπάνης για την ανάπτυξη, στην ενίσχυση του ρόλου των επιχειρηματικών επενδύσεων, και στην αύξηση «καθαρής» συμβολής του εξωτερικού τομέα, κυρίως με αύξηση εξαγωγών, αναφέρεται σε μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με τίτλο «Η χρηματοδότηση μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς και το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της Ελλάδας», που παρουσιάστηκε σήμερα σε εκδήλωση που διοργάνωσαν το Χρηματιστήριο Αθηνών και το ΙΟΒΕ.
Στόχος της εκδήλωσης ήταν να εξεταστούν οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια, οι δυνατότητες προσέλκυσης επενδύσεων από το εξωτερικό, η υποστήριξη του νέου αναπτυξιακού προτύπου από εγχώρια και ξένη χρηματοδότηση, ο ρόλος των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ) και οι ειδικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν για την αποτελεσματική χρηματοδότησή τους. Επίσης εξετάστηκαν η επίδραση των νέων τεχνολογιών αλλά και ζητήματα που αφορούν το νέο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο.
Όπως αναφέρεται στην μελέτη, την περίοδο 2008 – 2015 η ελληνική οικονομία απώλεσε το 26,1% του προϊόντος της. Επείγον ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, για τη σταδιακή αναπλήρωση των απωλειών στο εγχώριο προϊόν της, αλλά και προκειμένου να υποστηριχθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της,
Μια βασική αιτία για το ότι έως τώρα δεν έχει επιτευχθεί η επιστροφή στην ισχυρή ανάπτυξη του παρελθόντος εντοπίζεται στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του αναπτυξιακού προτύπου πριν το 2008, το οποίο στηρίχθηκε κυρίως στη διεύρυνση της εγχώριας κατανάλωσης, ενώ η καθαρή συνεισφορά του εξωτερικού τομέα στην ανάπτυξη ήταν αρνητική. Επιπλέον, η αύξηση των καταναλωτικών και των επενδυτικών δαπανών προήλθε κυρίως από τη διόγκωση των δημοσίων δαπανών και ακολούθως του δημοσιονομικού ελλείμματος, καθώς και τη σημαντική διεύρυνση του τραπεζικού δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. Η άντληση πόρων σε αυτήν την περίοδο από τη χρηματιστηριακή αγορά ήταν σχετικά περιορισμένη. Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε η ελληνική οικονομία έως το 2007 ήταν μη διατηρήσιμος μακροπρόθεσμα, ενώ η επιστροφή σε αυτό το αναπτυξιακό πρότυπο δεν είναι εφικτή και επιθυμητή.
Για την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας, όπως προαναφέρθηκε, σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χρειάζεται αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου, το οποίο πρέπει να δομηθεί στους εξής βασικούς στόχους: 1) Περιορισμός της σημασίας της καταναλωτικής δαπάνης για την ανάπτυξη, 2) Ενίσχυση του ρόλου των επιχειρηματικών επενδύσεων, 3) Αύξηση «καθαρής» συμβολής του εξωτερικού τομέα, κυρίως με αύξηση εξαγωγών.
Για την επιδίωξη αυτών των στόχων, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, απαιτείται πρωτίστως η διευκόλυνση των επενδύσεων και της εξαγωγικής δραστηριότητας, τομέων οι οποίοι καινοτομούν και παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, με υψηλή προστιθέμενη αξία και πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην ελληνική οικονομία. Η δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να παράσχει σε αυτούς τους τομείς τους πόρους που χρειάζονται, είναι περιορισμένη. Για την άντληση των απαραίτητων κεφαλαίων για τη μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο, εναλλακτικές ως προς τον τραπεζικό δανεισμό μορφές χρηματοδότησης πρέπει να αναπτυχθούν. Η χρηματοδότηση μέσω της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό.
Από τη μελέτη του Ι.Ο.Β.Ε προκύπτει συσχέτιση της τάσης τους με την περίοδο ταχείας ανάπτυξης της οικονομίας έως το 2007, αλλά και με τις επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς και της εγχώριας κρίσης εξυπηρέτησης χρέους. Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, δημοσιονομικής προσαρμογής, διεθνών χρηματιστηριακών κρίσεων κ.λπ., η πλέον πιθανή εξέλιξη στην εγχώρια κεφαλαιαγορά είναι ότι θα συντονιστεί με αυτές τις τάσεις. Από την άλλη πλευρά, εάν η ελληνική οικονομία εισέλθει σε τροχιά ανάκαμψης, είναι πιθανό ότι η χρηματιστηριακή αγορά θα την ακολουθήσει, όπως έγινε π.χ. στην περίοδο του δεύτερου εξαμήνου του 2013 και του αρχικού εξαμήνου του 2014.
Κατόπιν, εξετάζονται οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και οι παράγοντες οι οποίοι θα τις καθορίσουν. Για την ανάκτηση της αναπτυξιακής δυναμικής, χρειάζεται η σταθερή, ισχυρή αύξηση των επενδύσεων. Όμως, αυτή δεν μπορεί να προέλθει από τις ίδιες κατηγορίες σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου με εκείνες στην περίοδο 1995-2007 (κατοικίες, μεταφορικά μέσα). Ακολούθως, πραγματοποιούνται στη μελέτη εκτιμήσεις για τους παράγοντες οι οποίοι θα επηρεάσουν τις επιχειρηματικές επενδύσεις στα επόμενα έτη, εξετάζοντας παράλληλα τη συσχέτιση των επενδύσεων με τις προτεραιότητες ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου.
Στους κλάδους με τις καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης και υψηλή πιθανότητα πραγματοποίησης επενδύσεων στα προσεχή έτη, αναφέρεται στη μελέτη, συγκαταλέγονται εξωστρεφείς κλάδοι της μεταποίησης, ο τομέας του τουρισμού, το οικοσύστημα δραστηριοτήτων στις μεταφορές και την αποθήκευση και η ενέργεια. Αυτοί οι κλάδοι έχουν σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα και μπορούν να συμβάλουν στην αλλαγή του τρόπου ανάπτυξης της Ελλάδας. Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αναμένεται να επιδράσει καταλυτικά στην υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων σε αυτές και άλλες δραστηριότητες. Το γεγονός ότι διαχρονικά η ελληνική οικονομία βασίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις περισσότερο από ότι οι υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που θα διαδραματίσουν οι ΜμΕ σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Επομένως, οι πολιτικές οι οποίες θα εφαρμοστούν για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων, αλλά και τα χρηματοδοτικά μέσα τα οποία θα είναι διαθέσιμα για αυτές, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες, τον τρόπο οργάνωσης κ.λπ. των ΜμΕ.
Στη συνέχεια, η μελέτη εξετάζει τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία μέσω του Χρηματιστηρίου Αθηνών, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη των παραπάνω στόχων. Σε αυτά περιλαμβάνονται η τιτλοποίηση απαιτήσεων, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, η έκδοση ομολογιών, τα εισηγμένα επενδυτικά κεφάλαια, οι τίτλοι παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών. Εξ’ αυτών, τα τρία πρώτα είναι αξιοποιήσιμα κυρίως από μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, η Εναλλακτική Αγορά (ΕΝ.Α.) του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αποτελεί μηχανισμό άντλησης χρηματοδότησης ο οποίος απευθύνεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικά της ΕΝ.Α. που διευκολύνουν την πρόσβαση σε αυτή είναι τα κριτήρια εισόδου, τα οποία μπορούν να ικανοποιήσουν αρκετές από τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις εγχωρίως, αλλά και μικρότερες.
Κατόπιν της παρουσίασης των διαθέσιμων μέσων χρηματοδότησης, η μελέτη εστιάζει στις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν, στην Ελλάδα και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων. Εγχωρίως, αυτές πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη και διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας μακροπρόθεσμα, προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στη σταθερότητα της οικονομίας. Για αυτόν το σκοπό θα χρειαστεί μεταβολή του δημοσιονομικού μίγματος που οδήγησε στην τρέχουσα δημοσιονομική θέση και βασίζεται κυρίως σε αύξηση φόρων, δημιουργώντας υψηλές επιβαρύνσεις και στην επιχειρηματικότητα. Επιπλέον, είναι αναγκαία η διευθέτηση του υψηλού αποθέματος δημόσιου χρέους, με την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσής του και την οριστικοποίηση του μηχανισμού λήψης μακροπρόθεσμων μέτρων. Εξίσου απαραίτητη με τις προηγούμενες πολιτικές για την ενίσχυση της ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι η συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών, με έμφαση σε όσες αφορούν στις επιχειρήσεις (χαλάρωση ρυθμιστικών περιορισμών, μείωση διοικητικών «βαρών», επέκταση ηλεκτρονικών συναλλαγών με το δημόσιο κ.ά.).
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πρωτεύουσας σημασίας είναι η σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, κατόπιν της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Αυτόν τον στόχο επιδιώκει η Τραπεζική Ένωση στην Ε.Ε. Η χαλάρωση ή η άρση περιοριστικών κανονισμών στη διασυνοριακή κίνηση και διαχείριση κεφαλαίων, επίσης θα αποτελέσει σημαντικό κίνητρο για την προσέλκυση διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ε.Ε. για τη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων είναι σχετικά αυστηρό, για λόγους όπως η προστασία των επενδυτών. Σημαντικά επενδυτικά κίνητρα στην Ε.Ε. θεωρούνται τα φορολογικά. Πολιτικές, όπως η καθιέρωση ενός ενιαίου τρόπου φορολόγησης των εταιρειών στην Ε.Ε θεωρείται από ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς φορείς ότι μπορούν να συμβάλουν σε σημαντικό βαθμό στην προώθηση των επενδύσεων και την αύξηση της απασχόλησης.
Η μελέτη ολοκληρώνεται εξετάζοντας τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι κεφαλαιαγορές διεθνώς, επομένως και στην Ελλάδα, στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Η κυρίαρχη μεταρρυθμιστική τάση στην πρόσφατη περίοδο στα ασφαλιστικά συστήματα είναι η μετάβαση προς ένα σύστημα το οποίο περιλαμβάνει τον πρώτο πυλώνα, ο οποίος βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο, και ενός κεφαλαιοποιητικού σκέλους. Στην Ελλάδα, βασικός πυλώνας του συστήματος συνταξιοδότησης είναι ο πρώτος, στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, με αναδιανεμητικό ρόλο. Ο κεφαλαιοποιητικός χαρακτήρας του εγχώριου ασφαλιστικού συστήματος μπορεί να ενισχυθεί και με κίνητρα για την ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα (επαγγελματικά ταμεία) και του τρίτου πυλώνα (ατομικά κεφαλαιοποιητικά προγράμματα). Στην ανάπτυξη του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος μπορεί να συμβάλει η προωθούμενη Ένωση Κεφαλαιαγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, πλέον απαραίτητη εξέλιξη για την αναδιάρθρωση του εγχώριου ασφαλιστικού συστήματος προκειμένου αυτό να ενισχύσει τον αποταμιευτικό του χαρακτήρα, θα αποτελέσει η μεταρρύθμιση του πρώτου του πυλώνα, με την εισαγωγή σε αυτόν ενός κεφαλαιοποιητικού σκέλους.