γράφει ο Γιάννης Λεοντάρης

 

Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά στην υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών στους τομείς των κατασκευών, των υπηρεσιών και των υποδομών, αλλά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ στον κατασκευαστικό τομέα, ενώ συνολικά η Ελλάδα βρίσκεται στη «μεσαία» ομάδα χωρών της ΕΕ με βάση τον Δείκτη Εταιρικής Ψηφιοποίησης της ΕΤΕπ, που περιλαμβάνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας με τίτλο «Digitalisation in Europe 2020 – 21».

H έκθεση της ΕΤΕπ εξετάζει τις επενδύσεις και την υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών από επιχειρήσεις στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, ενώ περιλαμβάνει επίσης τον Δείκτη Εταιρικής Ψηφιοποίησης της ΕΤΕπ ο οποίος επιτρέπει την κατάταξη και τη σύγκριση της ψηφιακής προσαρμογής ανά χώρα.

 

Για κάθε κράτος – μέλος της ΕΕ η έκθεση παρέχει στοιχεία σχετικά με:

 

– Τις επιδόσεις της χώρας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ και τις ΗΠΑ.

– Την υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις ανά κλάδο.

– Την υιοθέτηση διαφόρων ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις.

– Την ψηφιακή προσαρμογή των επιχειρήσεων με βάση το μέγεθός τους.

– Τον αριθμό των επιχειρήσεων που αναφέρουν ότι ο COVID-19 θα οδηγήσει σε αύξηση της χρήσης της ψηφιοποίησης.

Σύμφωνα με την έκθεση,

  • «έως το 2020, το 37% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων δεν είχαν ακόμη υιοθετήσει καμία προηγμένη ψηφιακή τεχνολογία, σε σύγκριση με το 27% των εταιρειών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αργή προσαρμογή στις ψηφιακές τεχνολογίες απειλεί να ανακόψει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων μακροπρόθεσμα, καθώς οι ψηφιακές εταιρείες έχουν την τάση να παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα από τις μη ψηφιακές. Επενδύουν περισσότερο, είναι πιο καινοτόμες, εφαρμόζουν καλύτερες πρακτικές διοίκησης, επεκτείνονται γρηγορότερα και δημιουργούν θέσεις εργασίας που παρέχουν υψηλότερες αποδοχές».

Όπως σημειώνει η έκθεση, το ψηφιακό χάσμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα σοβαρό για μικρότερες εταιρείες με λιγότερους από 50 υπαλλήλους. Στην ΕΕ, το 60% των μικροεπιχειρήσεων (πέντε έως εννέα εργαζόμενοι) δεν έχουν εφαρμόσει ψηφιακές τεχνολογίες, ενώ το 75% των μεγάλων επιχειρήσεων (με περισσότερους από 250 υπαλλήλους) είναι ήδη «ψηφιακές». Η σχέση μεταξύ εταιρικού μεγέθους και ψηφιακών ποσοστών υιοθέτησης μπορεί να παρατηρηθεί σε όλους τους τομείς.

Ένας βασικός παράγοντας που συμβάλλει στην αργή υιοθέτηση της ψηφιοποίησης από τις μικρές επιχειρήσεις είναι, σύμφωνα με την έκθεση, η έλλειψη του σωστού συνόλου δεξιοτήτων για την υιοθέτηση αυτών των νέων τεχνολογιών. Αν και η έλλειψη πρόσβασης στη χρηματοδότηση δεν αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στις επενδύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών για μικρές επιχειρήσεις. Οι μικροεπιχειρήσεις και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής οικονομίας και αντιπροσωπεύουν το 99% όλων των επιχειρήσεων και περισσότερα από τα δύο τρίτα της απασχόλησης στην ΕΕ, σε σύγκριση με λίγο περισσότερο από το 40% της απασχόλησης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως εκ τούτου, η διαφορά στον αριθμό των μικρών επιχειρήσεων συμβάλλει στο κενό ψηφιοποίησης μεταξύ των δύο οικονομιών.

Η ψηφιοποίηση δεν πρέπει να αποτελεί απειλή

Η έκθεση της ΕΤΕπ δείχνει ότι οι «ψηφιακές» εταιρείες τείνουν να είναι πιο παραγωγικές και είναι πιο πιθανό να εξάγουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Οι μεγάλες «ψηφιακές» εταιρείες ειδικότερα είναι πιο παραγωγικές από τις μη ψηφιακές εταιρείες. Τείνουν επίσης να εξάγουν περισσότερα από τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους.

Επιπλέον, η μελέτη διαπιστώνει ότι οι ψηφιακές εταιρείες αναπτύσσονται γρηγορότερα. Είναι πιο πιθανό να έχουν προσλάβει νέους υπαλλήλους τα τελευταία τρία χρόνια. ενώ μεγάλο μέρος των μη ψηφιακών εταιρειών (ειδικά των μικρών επιχειρήσεων) παραμένει στάσιμο, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η έκθεση διαπιστώνει επίσης ότι οι «ψηφιακές» εταιρείες μπορούν να υποστηρίξουν την προσαρμογή νέων δεξιοτήτων. Συγκεκριμένα, οι εταιρείες που υιοθετούν νέες ψηφιακές τεχνολογίες τείνουν να είναι πιο κερδοφόρες και είναι σε καλύτερη θέση να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Ομοίως, οι επενδύσεις σε ψηφιακές δεξιότητες – και ένα περιβάλλον που ευνοεί την εκμάθηση τους – είναι πιο πιθανό να προέρχονται από «ψηφιακές» εταιρείες από αυτές που δεν επενδύουν σε ψηφιακό μετασχηματισμό.

Ψηφιακές τεχνολογίες και «πράσινη μετάβαση»

Ενώ οι ΗΠΑ έχουν σαφώς υψηλότερο μερίδιο «ψηφιακών» εταιρειών από την ΕΕ, η Ευρώπη, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι ηγέτης για εταιρείες που επενδύουν για την αντιμετώπιση της μετάβασης και των φυσικών κινδύνων της κλιματικής αλλαγής ή αγκαλιάζουν το συνδυασμό επενδύσεων στο κλίμα και το ψηφιακό.

Ειδικότερα, η μελέτη αναφέρει ότι η ΕΕ υπερέχει σε σύγκριση με τις ΗΠΑ σε μερίδιο των εταιρειών που επενδύουν τόσο στο κλίμα όσο και στο ψηφιοποποίησή τους για την «πράσινη μετάβαση» (32%, σε σύγκριση με το 28% των ΗΠΑ). Το μερίδιο των επιχειρήσεων που επενδύουν μόνο στο κλίμα (αλλά όχι και στην ψηφιακή μετάβαση) στην ΕΕ είναι επίσης σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από ότι στις ΗΠΑ (14% σε σύγκριση με το 5% των ΗΠΑ).

Ξεπερνώντας τα εμπόδια στον ψηφιακό μετασχηματισμό

Οι επενδύσεις σε ψηφιακή υποδομή θα είναι το κλειδί για τη μείωση του ψηφιακού χάσματος, όπως αναφέρει η μελέτη της ΕΤΕπ, η οποία προσθέτει ότι η ψηφιακή υποδομή διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, καθώς το 16% των εταιρειών της ΕΕ θεωρεί ότι η διαθέσιμη ψηφιακή υποδομή αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την ψηφιοποίηση (σε σύγκριση με μόνο το 5% στις ΗΠΑ), αλλά αυτή η αξιολόγηση διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.

Μια περαιτέρω σύσταση της μελέτης είναι η υποστήριξη ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για τη δημιουργία νέων ηγετών σε ψηφιακούς τομείς διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τους ψηφιακούς περιβαλλοντικούς καινοτόμους της Ευρώπης να διατηρούν το προβάδισμά τους.

Αυτό, κατά τη μελέτη, θα συμβάλει στην προώθηση των τεχνολογικών συνόρων, ιδίως για την εφαρμογή ψηφιακών τεχνολογιών που υποστηρίζουν επενδύσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των καιρικών φαινομένων, τη μείωση των εκπομπών άνθρακα και την προώθηση της πράσινης μετάβασης.

Τέλος, η μελέτη της ΕΤΕπ σημειώνει ότι η υποστήριξη νέων επιχειρήσεων απαιτεί βελτιώσεις στον ανταγωνισμό, στους κανονισμούς για το περιβάλλον και τα δεδομένα, και την ταχεία εφαρμογή της ψηφιακής ενιαίας αγοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.