Στο 15,8% διαμορφώθηκε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το β’ τρίμηνο εφέτος, από 17,1% το α’ τρίμηνο 2021 και έναντι 16,7% το β’ τρίμηνο πέρυσι. Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 732.544 άτομα, παρουσιάζοντας μείωση 1,7% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 4,7%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, περίπου 447.000 άτομα είναι μακροχρόνια άνεργοι, καθώς αναζητούν εργασία για ένα έτος ή περισσότερο.
Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 19,9%, ενώ στους άνδρες είναι 12,4%.
Ηλικιακά, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15- 19 ετών (51,8%) και 20- 24 ετών (36,6%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (26,7%), 30- 44 ετών (15,1%), 45- 64 ετών (12,1%) και 65 ετών και άνω (9,2%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται το Νότιο Αιγαίο (26,6%), η Δυτική Μακεδονία (21,6%) και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (19,8%). Ακολουθούν, η Δυτική Ελλάδα (18,5%), η Θεσσαλία (17,5%), η Στερεά Ελλάδα (17,3%), οι Ιόνιοι Νήσοι (17,3%), η Ήπειρος (16,8%), η Κεντρική Μακεδονία (16,5%), η Κρήτη (16,2%), το Βόρειο Αιγαίο (13,3%), η Πελοπόννησος (13,2%) και η Αττική (12,8%).
Από τα στοιχεία της έρευνας εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει, επίσης, ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (33,7%) είτε γιατί απολύθηκαν (17,7%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 19,1%, ενώ η πλειονότητα των ανέργων (61%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι).
Η πλειονότητα των ανέργων έχει ολοκληρώσει έως δευτεροβάθμια εκπαίδευση (60,7%). Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 22%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 11,2%.
Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.915.253 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 8% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 1,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Με βάση τις κατευθύνσεις της Eurostat, λόγω της πανδημίας τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες.
Η απουσία από την εργασία μειώθηκε σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2021 και πολύ περισσότερο σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2020. Τα υψηλότερα επίπεδα απουσίας για το β’ τρίμηνο του 2021 παρατηρούνται στους τομείς των άλλων υπηρεσιών, των κατασκευών, του εμπορίου, των ξενοδοχείων, εστιατορίων, μεταφορών και επικοινωνιών. Σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2021, οι ώρες εργασίας παρουσίασαν αύξηση σε όλους στους τομείς της οικονομίας και κυρίως στους κλάδους της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας, του εμπορίου, των ξενοδοχείων, εστιατορίων, μεταφορών και επικοινωνιών. Σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2020 παρατηρείται μεγάλη αύξηση στις ώρες εργασίας σε όλους τους τομείς.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (67,9%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (21,1%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο εμφανίζεται αύξηση σε όλες τις κατηγορίες απασχολουμένων. Σε σχέση με το προηγούμενο έτος, παρουσιάζεται μείωση μόνο για τους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση (2,7%).
Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 8,2%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 7%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται αυξημένη (12,9%) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μειωμένη σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (10,1%). Η προσωρινή απασχόληση έχει αυξηθεί σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (24%) και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (5,7%).
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (21,9%) και οι επαγγελματίες (21,2%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο παρατηρείται αύξηση στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, και στους εργαζόμενους στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (21,6% και 15,4%, αντίστοιχα), ενώ μείωση παρατηρείται μόνο στους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς (0,8%). Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους ειδικευμένους τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα και στους επαγγελματίες (7,7% και 7,2%, αντίστοιχα), ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (6,9%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (47,8%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (23,4%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (79,9%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες κατά την εβδομάδα αναφοράς. Το 9,5% των απασχολουμένων δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, το 4,6% είναι απασχολούμενοι μερικής απασχόλησης οι οποίοι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερο, και θα μπορούσαν να αρχίσουν να εργάζονται περισσότερο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, και το 1,8% έχει παραπάνω από μία εργασία.
Τέλος, τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 4.419.295 άτομα. Ειδικότερα, τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού κάτω των 75 ετών, ανήλθαν σε 3.223.089 άτομα. Το ποσοστό τους μειώθηκε κατά 8,1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 2% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Η πλειονότητα των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού, ηλικίας 15- 74 ετών, είτε δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (45,9%), ή έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία εργασία τους (30%). Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται επειδή συνταξιοδοτήθηκε (54,3%), ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (10%).
Το 91,2% των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού δηλώνει ότι δεν θα ήθελαν να εργάζονται. Το 0,6% δηλώνει ότι αναζητεί εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι να την αναλάβουν, ενώ το 5,4% δηλώνει ότι είναι διαθέσιμοι για να αναλάβουν εργασία άμεσα αλλά δεν αναζητούν.