Νέες αυξήσεις επιτοκίων σε επόμενες συνεδριάσεις προανήγγειλε η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, στις δηλώσεις της μετά την επιθετική αύξηση 0,75% γιατί όπως είπε, η ΕΚΤ θέλει να περιορίσει τη ζήτηση και να προστατεύσει από την αύξηση των πληθωριστικών προσδοκιών. Η φρασεολογία που χρησιμοποίησε ενδεχομένως υποδηλώνει μικρές αυξήσεις στη συνέχεια, αλλά μεγάλη συνολική αύξηση ως προς το τελικό νούμερο
Συγκεκριμένα, αιτιολογώντας την «εμπροσθοβαρή» αύξηση η κα Λαγκάρντ είπε ότι ο πληθωρισμός παραμένει ψηλά και είναι πιθανό να παραμείνει ψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Θα επαναξιολογούμε τακτικά την πορεία πολιτικής μας υπό το φως των εισερχόμενων πληροφοριών και των εξελισσόμενων προοπτικών για τον πληθωρισμό. Οι μελλοντικές μας αποφάσεις για τα επιτόκια πολιτικής θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από δεδομένα και να ακολουθούν μια προσέγγιση κάθε συνάντηση», είπε.
Η χρήση του όρου «εμπροσθοβαρής» για δύο αυξήσεις συνολικά 1,25% μέχρι τώρα ίσως να δείχνουν τη διάθεση για ηπιότερες αυξήσεις στη συνέχεια που όμως θα ανεβάσουν αρκετά ψηλότερα τα επιτόκια στο τέλος (και πιθανόν πάνω από το στόχο του πληθωρισμού 2% αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ και παραμείνει ψηλά για μεγάλο διάστημα).
Χαρακτηριστικά η κα Λαγκάρντ είπε ότι δεν γνωρίζει ποιο θα είναι το τελικό επιτόκιο (terminal rate), καθώς είμαστε «τόσο μακριά από το επιτόκιο» που θα μας επιστρέψει στους στόχους μας για μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό 2% και για αυτό οι παρεμβάσεις της Κεντρικής Τράπεζας θα πρέπει να είναι «έγκαιρες» και επανέλαβε για ακόμα μία φορά πως οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται σε βάση συνεδρίασης.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση τόνισε πως η απόφαση ήταν ομόφωνη. «Είμαστε σε ταξίδι που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο». Το επιτόκιο «σε μηδενικά επίπεδα δεν είναι το ουδέτερο επίπεδο επιτοκίων», πρόσθεσε.
Παραδέχθηκε πως η ΕΚΤ έκανε λάθη στην πρόβλεψη του πληθωρισμού, τονίζοντας πως “εγώ ως επικεφαλής αναλαμβάνω την ευθύνη” για τα λάθη, ενώ ως ρίζα του προβλήματος εντόπισε ξανά, την ενεργειακή κρίση.
Επιβράδυνση της ανάπτυξης
Ωστόσο, η αύξηση των επιτοκίων που προαναγγέλλει η ΕΚΤ θα υποσκάψει την ανάπτυξη και το γνωρίζει. Μάλιστα η ίδια έκανε αναφορά λέγοντας, ότι μετά από μια ανάκαμψη το πρώτο εξάμηνο του 2022, πρόσφατα στοιχεία δείχνουν σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ, με την οικονομία να αναμένεται να παραμείνει στάσιμη αργότερα μέσα στο έτος και το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας μειώνουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων των ανθρώπων και, παρόλο που τα σημεία συμφόρησης στην προσφορά μειώνονται, εξακολουθούν να περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, η δυσμενής γεωπολιτική κατάσταση, ειδικά η αδικαιολόγητη επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Ουκρανία, επιβαρύνει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.
Η ώθηση από τον τουρισμό
Ενώ ο ανεπτυγμένος τουρισμός υποστηρίζει την οικονομική ανάπτυξη κατά το τρίτο τρίμηνο, είπε, «αναμένουμε ότι η οικονομία θα επιβραδυνθεί σημαντικά στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους.
Υπάρχουν τέσσερις κύριοι λόγοι πίσω από αυτό:
Πρώτον, ο υψηλός πληθωρισμός περιορίζει τις δαπάνες και την παραγωγή σε ολόκληρη την οικονομία, και αυτοί οι αντίθετοι άνεμοι ενισχύονται από τις διακοπές του εφοδιασμού με φυσικό αέριο.
Δεύτερον, η ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης για υπηρεσίες που ήρθε με την επαναλειτουργία της οικονομίας θα χάσει τη δυναμική τους τους επόμενους μήνες.
Τρίτον, η αποδυνάμωση της παγκόσμιας ζήτησης, επίσης στο πλαίσιο της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής σε πολλές μεγάλες οικονομίες, και η επιδείνωση των όρων εμπορίου θα σημαίνουν λιγότερη στήριξη για την οικονομία της ζώνης του ευρώ.
Τέταρτον, η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή και η εμπιστοσύνη πέφτει απότομα.
Η ισχυρή αγορά εργασίας
Αναφορά στην ισχυρή αγορά εργασίας που επιτρέπει στη λήψη μέτρων έκανε η πρόεδρος της ΕΚΤ. Όπως είπε η αγορά εργασίας παρέμεινε εύρωστη, υποστηρίζοντας την οικονομική δραστηριότητα.
Η απασχόληση στην ευρωπαϊκή αγορά, αυξήθηκε κατά περισσότερα από 600.000 άτομα το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο ιστορικό χαμηλό του 6,6% τον Ιούλιο. Οι συνολικές ώρες εργασίας αυξήθηκαν περαιτέρω, κατά 0,6%, το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και έχουν ξεπεράσει τα προ πανδημίας επίπεδά τους. Όσον αφορά το μέλλον, η επιβράδυνση της οικονομίας είναι πιθανό να οδηγήσει σε κάποια αύξηση του ποσοστού ανεργίας.