Ανάλυση του Δημοσιογράφου Ιωσήφ Π. Ιωσήφ
Αν ανατρέξουμε στην ιστορία του κυπριακού προβλήματος από το 1950 μέχρι σήμερα θα διαπιστώσουμε ότι τον πρώτο λόγο σ’ όλες τις εξελίξεις τον είχε ο ξένος παράγοντας. Ανεξάρτητα από τη θέληση και βούληση του κυπριακού Ελληνισμού, οι εξελίξεις δρομολογούνταν προς την κατεύθυνση που επιδίωκαν οι ξένες δυνάμεις.
Την εποχή της αποικιοκρατίας, το δεσμείν και το λύειν ήταν η Βρετανία. Αυτή η χώρα εμπόδισε και ναρκοθέτησε τον προαιώνιο πόθο για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αυτή έβαλε από το παράθυρο την Τουρκία στο κυπριακό και αυτή σοφίστηκε και επέβαλε την κολοβή ανεξαρτησία του 1960. Φυσικά, εκμεταλλεύθηκε και δικά μας τραγικά λάθη, σε πολλά από τα οποία μας παρότρυνε η ίδια με τις γνωστές δολοπλοκίες της.
Στα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας και πάλι η Βρετανία είχε τον πρώτο λόγο, εξ’ ου και σ’ όλες τις διεργασίες που γινόντουσαν για λύση ήταν ο παρασκηνιακός πρωταγωνιστής των εξελίξεων.
Ακόμα και οι ΗΠΑ, που σε κάποια φάση (1964) προσπάθησαν να πάρουν πρωτοβάθμιες πρωτοβουλίες για το κυπριακό, είχαν ως μυστικοσύμβουλο τους τη Βρετανία. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και ενώ η Άγκυρα λόγω της κατοχής μετετράπη σε κυρίαρχο παίκτη στην Κύπρο, η Βρετανία συνέχισε να κινεί τα νήματα του κυπριακού. Η άμεση παρεμβατικότητα της Βρετανίας στο κυπριακό συνεχίζεται και σήμερα, έστω κι αν προσπαθεί να αποκρύβει τον ρόλο του μαέστρου στη διεθνή ορχήστρα που χειρίζεται το κυπριακό.
Αν θέλουμε να δώσουμε μια απάντηση στο γιατί η Βρετανία επιμένει να έχει τόση εμπλοκή στο κυπριακό, μπορούμε να πούμε ότι ουδέποτε (για να χρησιμοποιήσουμε το γνωστόν «ουδέποτε» του Βρετανού Υφυπουργού Αποικιών Χέντρυ Χόπκινσον) αποδέχθηκε ότι η Κύπρος έπαυσε να είναι αποικία της. Η Βρετανία από τον καιρό της παντοκρατορίας της μέχρι σήμερα, που έχει καταντήσει το αποπαίδι της Ευρώπης, θέλει να ελέγχει την Κύπρο στρατιωτικά, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά.
Επειδή αυτό, μετά τον αγώνα της ΕΟΚΑ και τη διεθνή κορύφωση των αντιαποικιακών κινημάτων του 1950 – 60, δεν μπορούσε να το κάνει κατέχοντας γεωγραφικά το νησί, επινόησε τη λύση της ανεξαρτησίας και μέσω της κατάφερε να αποκτήσει τις κυρίαρχες βάσεις στην Κύπρο, οι οποίες όμως της επιτρέπουν να έχει λόγο και ρόλο στην ευαίσθητη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αυτό επιβεβαιώνεται και από συνομιλία του Χόπκινσον με τον Έλληνα πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος στο Ημερολόγιο του αναφέρει ότι ο Βρετανός του είπε πως “εμείς δεν χρειαζόμαστε παρά μόνο μια βάση στην Κύπρο καθώς και μια άλλη στη Σούδα. Το έλεγα τελευταίως και στον Ήντεν και μου φάνηκε ότι συμφωνεί”.
Άρα, η συνέχιση της εμπλοκής της Βρετανίας στο κυπριακό έχει να κάνει με τα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της στην περιοχή, τα οποία δεν φαίνεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει. Πίσω από τη μάσκα της εγγυήτριας δύναμης της ανεξαρτησίας του 1960, συμμετέχει σε συνομιλίες και διασκέψεις για το κυπριακό, εκφράζει απόψεις, υποβάλλει ιδέες και γενικά θεωρείται ακόμα, ίσως ο σημαντικότερος κρίκος για τις εξελίξεις στην Κύπρο. Τον ρόλο μάλιστα αυτό διαχρονικά της τον αναγνωρίζουν τα Ηνωμένα Έθνη, η διεθνής κοινότητα, ακόμα και η ίδια η Ε. Ένωση.
Έστω κι αν το 1974 δεν άσκησε τον ρόλο της ως εγγυήτρια δύναμη για να αποτρέψει την τουρκική εισβολή, όλοι της αναγνωρίζουν το δικαίωμα να έχει πρωτεύοντα λόγο και ρόλο στο κυπριακό.
Το αντιφατικό σ’ όλα αυτά είναι ότι από το 1960 μέχρι σήμερα άλλαξαν πάρα πολλά στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και ο ρόλος της Βρετανίας στη διεθνή σκακιέρα έχει αντικειμενικά υποβαθμιστεί. Τον καιρό του ψυχρού πολέμου κυρίαρχες χώρες με επιρροή ήταν οι ΗΠΑ και η πρώην Σοβιετική Ένωση, στη συνέχεια μόνη υπερδύναμη έμειναν οι ΗΠΑ, ενώ τώρα εκτός από τη Ρωσία και την Κίνα υπάρχει και η Ε. Ένωση. Λογικά, λοιπόν, η Βρετανία θα έπρεπε να χάσει από την πολιτική αίγλη της και να αδυνατίσει η επιρροή της και στο κυπριακό. Όμως, αυτό δεν συνέβη και ούτε σήμερα συμβαίνει που η Κύπρος είναι πλήρες μέλος της Ε. Ένωσης, έχει από μόνη της άριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ και σε μεγάλο βαθμό ικανοποιεί και τις απαιτήσεις της Ρωσίας στην περιοχή.
Σήμερα, βρισκόμαστε σ’ ένα κομβικό σημείο που κάτι φαίνεται να αλλάζει διεθνώς και ίσως μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τον μπαμπούλα που λέγεται Βρετανία και τις… μεσολαβητικές της υπηρεσίες.
Κατ’ αρχάς, η Κύπρος συνεχίζει να είναι μέλος της Ε.Ένωσης και της ευρωζώνης, ενώ η Βρετανία είναι εκτός νυμφώνος και η σχέση της με τις Βρυξέλλες διέπεται μόνο από τη γνωστή εμπορική συμφωνία που συνήφθη τις τελευταίες μέρες του 2020.
Επίσης, η Βρετανία έχει εσωτερικά θέματα με τις άλλες τρεις χώρες που αποτελούν το Ηνωμένο Βασίλειο και κυρίως με τη Σκωτία που ζητά την ανεξαρτησία της.
Την ίδια στιγμή, η Κύπρος δεν έχει πλέον ανάγκη ως ενδιάμεσο μεσάζοντα τη Βρετανία για να βελτιώνει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Ειδικά, σήμερα με την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην Προεδρία των ΗΠΑ, η Κύπρος μπορεί από μόνη της να βρίσκει σημεία επαφής με την Ουάσιγκτον, η οποία έχει τον πρώτο λόγο στον πλανήτη και ειδικά στην περιοχή μας.
Ακόμα, η Κύπρος είναι σε θέση να διαχειρίζεται με βάση τα δικά της συμφέροντα τις πολιτικές και οικονομικές της σχέσεις με τη Ρωσία, χωρίς να ταλαντεύεται στο σχοινί που ακροβατούσαμε κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, κάτι που πληρώσαμε πολύ ακριβά.
Στα πλαίσια των διαφαινόμενων ανακατατάξεων στη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά και στην περιοχή μας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την αναβάθμιση του ρόλου της φιλικής προς εμάς Γαλλίας, τις στενότερες σχέσεις που έχουμε με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και την περιθωριοποίηση της Τουρκίας.
Σημαντική πτυχή είναι η σύγκρουση που έχει η Τουρκία τόσο με την Ευρώπη, όσο και με τις ΗΠΑ. Η διακυβέρνηση Μπάιντεν δεν πρόκειται να διαφοροποιήσει τη στάση των ΗΠΑ κατά της Τουρκίας για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, ούτε να αποδεσμεύσει την παραγγελία των αεροσκαφών F-35, έστω κι αν η Άγκυρα κατέβαλε πολλά χρήματα συμμετέχοντας στο πρόγραμμα κατασκευής τους.
Όσον αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη δεν υπάρχουν ενδείξεις για βελτίωση, έστω και αν η Γερμανία στηρίζει τον Ερντογάν. Μπορεί χώρες της Ευρώπης να έχουν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην αγορά των 80 εκατ. της Τουρκίας, όμως η πολιτική διάσταση των σχέσεων Βρυξελλών – Άγκυρας διέπεται από άλλους κανόνες.
Στο παζλ αυτό, δεν πρέπει να υποτιμάται και ο ρόλος της Ελλάδας, η οποία αυτή τη στιγμή έχει μια αναβαθμισμένη εικόνα διεθνώς, γεγονός που αποτυπώνεται στην περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων της Αθήνας με την Ουάσιγκτον και με τον πυρήνα της Ε. Ένωσης και ειδικά τη Γαλλία. Η Ελλάδα, ως εγγυήτρια χώρα στην Κύπρο, έχει όχι μόνο λόγο και ρόλο, αλλά και δικά της συμφέροντα στην περιοχή, τα οποία οφείλει να διαφυλάξει, κάτι που λόγω ανεύρεσης φυσικού αερίου το έχουν κατανοήσει περισσότεροι στην Αθήνα.
Σφήνα σ’ αυτό το τόξο συμφερόντων στην περιοχή είναι οι οικονομικές και εμπορικές βλέψεις των διεθνών εταιρειών ενέργειας, οι οποίες ενεπλάκησαν σε γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ. Οι εταιρείες αυτές επένδυσαν εκατομμύρια δολάρια, όχι για να τα πετάξουν στη ΝΑ Μεσόγειο, αλλά για να κερδίσουν από την πώληση φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Έχοντας το πιο πάνω σκηνικό υπόψη και ερχόμενοι στις νέες διεργασίες για επίλυση του κυπριακού, μπορούμε να πούμε ότι το τοπίο των συμφερόντων ή η επιρροή του ξένου παράγοντα έχει κάποιες αλλαγές. Βλέπουμε σήμερα μια πιο περιθωριοποιημένη Βρετανία και μια πιο απομονωμένη πολιτικά Τουρκία.
Την ίδια ώρα, παρατηρούμε μια πιο αναβαθμισμένη διεθνώς Ελλάδα και μια πιο ενδιαφέρουσα για τους ξένους Κύπρο. Αυτό σημαίνει ότι η Βρετανία δεν μπορεί να κάνει τα παιχνίδια που διαχρονικά έκανε στην Κύπρο και η Τουρκία δεν μπορεί να έχει την υποστήριξη του ξένου παράγοντα στον βαθμό που την είχε τα προηγούμενα χρόνια.
Αν επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τι επιδιώκουν οι διάφορες ξένες χώρες – κλειδιά για το κυπριακό, θα μπορούσαμε αδρομερώς να πούμε τα εξής:
- Κύπρος και Ελλάδα επιδιώκουν τερματισμό της τουρκικής κατοχής, αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, κατάργηση των τουρκικών εγγυήσεων και μετατροπή της Κύπρου σ΄ ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος που θα σέβονται όλοι τα κυριαρχικά δικαιώματα του.
- Η Τουρκία επιδιώκει πλήρη στρατιωτικό έλεγχο της Κύπρου, διατήρηση της παρουσίας της στο νησί μέσω των στρατευμάτων της και συνέχιση των εγγυητικών προνομίων της. Ακόμα τώρα ζητά λύση δύο κρατών και διαμοιρασμό του ενεργειακού πλούτου της Κύπρου και μεταφορά του κυπριακού φυσικού αερίου μέσω αγωγού από την Τουρκία. Στις γραμμές της Τουρκίας είναι και οι περισσότεροι τουρκοκύπριοι, με μικρές εξαιρέσεις που βλέπουν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν με τους Ελληνοκύπριους, χωρίς τη σκεπή της Άγκυρας.
- Η Βρετανία επιδιώκει μια μεσοβέζικη λύση του κυπριακού που να της επιτρέπει να έχει λόγο και ρόλο στην Κύπρο, να διατηρήσει τις κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις της στη Δεκέλεια και στο Ακρωτήρι καθώς και τις εγκαταστάσεις της στο Τρόοδος. Η Βρετανία σε καμία περίπτωση δεν θέλει μεγαλύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στην Κύπρο, γι΄ αυτό εργάζεται προς την κατεύθυνση Ελλάδα και Τουρκία να είναι σε συνεχή αντιπαλότητα για την Κύπρο (διαίρει και βασίλευε). Κεντρική στόχευση της Βρετανίας η συνέχιση του πρωταγωνιστικού ρόλου της στην περιοχή, με εφαλτήριο την Κύπρο.
- Οι ΗΠΑ επιδιώκουν λύση του κυπριακού για να αποπυροδοτηθεί η διαχρονική ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δύο χωρών – μελών του ΝΑΤΟ. Τη δεκαετία του 1960 οι ΗΠΑ ευνοούσαν ακόμα και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με την παραχώρηση στην Τουρκία κάποιας εδαφικής περιοχής ως στρατιωτική βάση (σχέδιο Άτσεσον). Μετά το 1974, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τη ΔΔΟ ως λύση που θα οδηγήσει σε ήρεμα νερά τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Όπως και η Βρετανία, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να έχουν το πάνω χέρι στην Κύπρο για γεωπολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της ευαίσθητης περιοχής μας.
- Η Ρωσία, παρά τον τερματισμό του ψυχρού πολέμου, δεν θέλει τον έλεγχο της Κύπρου από δυτικά συμφέροντα και ειδικά αυτά των ΗΠΑ. Η Μόσχα, αν και επίσημα παρουσιάζεται υπέρμαχος μιας σωστής διευθέτησης του κυπριακού, φαίνεται να μην την ενοχλεί καθόλου το σημερινό “status”, όπου η Κύπρος αποτελεί αιτία συνεχών προστριβών στους κόλπους του ΝΑΤΟ και της Ε. Ένωσης, λόγω αντιπαράθεσης Ελλάδας και Τουρκίας.
- Η Ε. Ένωση επιδιώκει μια λύση στην Κύπρο, ώστε να σταματήσει το κυπριακό να εμποδίζει την ανάπτυξη των σχέσεων της με την Τουρκία και γενικά να προκαλεί τριβές μεταξύ των χωρών – μελών της. Το πρόβλημα για την Ε. Ένωση είναι ότι η Τουρκία δεν δέχεται να ισχύσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο στην Κύπρο, δηλαδή μια ευρωπαϊκή λύση.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, οι χώρες που έχουν λόγο στο κυπριακό δεν ομοφωνούν σε κάποια μορφής συγκεκριμένη λύση στο κυπριακό, διότι εκείνο που τις ενδιαφέρει είναι η διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων στην Κύπρο και στην περιοχή. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι οι δυνάμεις που έχουν τη δυνατότητα σήμερα να επιβάλουν λύση στο κυπριακό είναι οι ΗΠΑ και η Ε. Ένωση.
Αν είναι σωστά αυτά τα συμπεράσματά μας, τότε και ο ΟΗΕ θα πρέπει να τετραγωνήσει τον κύκλο για να συγκεράσει όλα τα συμφέροντα για λύση του κυπριακού.
Ωστόσο, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του κυπριακού που ο ξένος παράγοντας δεν θα είναι τόσο φιλικός με την Τουρκία. Ίσως είναι η πρώτη φορά που τα εμπλεκόμενα συμφέροντα (όπως έλεγε ο Βάσος Λυσσαρίδης) να κινούνται παράλληλα με τα δικά μας κι όχι σε αντίθετη κατεύθυνση. Ίσως, είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να διεκδικήσουμε κάτι περισσότερο από τα ελάχιστα που μας έδιναν μέχρι τώρα οι ξένες δυνάμεις.
Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε θα πρέπει να προβληματιστούμε πολύ προς τα που θα οδηγήσουμε το εθνικό θέμα. Για 47 χρόνια επιμέναμε σε λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ), επειδή η Τουρκία και ο ξένος παράγοντας δεν συζητούσαν άλλη μορφή λύσης. Φυσικά, η Τουρκία και στις διαπραγματεύσεις για λύση ΔΔΟ έθετε και θέτει τέτοιους όρους που την καθιστούν προβληματική, αντιλειτουργική και στη βάση των δικών της αξιώσεων. Τώρα, με την εκλογή του νέου εγκάθετου της στα κατεχόμενα, του Ερσίν Τατάρ, η Άγκυρα και ο Ερντογάν δηλώνουν σ’ όλους τους τόνους ότι δεν συζητούν λύση ομοσπονδίας και επιδιώκουν λύση δύο κρατών, με χωριστή πολιτική κυριαρχία, θέση που απόρριψε η Ε. Ένωση και η Ρωσία. Προβληματισμό, ωστόσο δημιούργησε η δήλωση του ΓΓ του ΟΗΕ Αντ. Γκουντέρες ότι είναι διατεθειμένος να ακούσει κάθε άποψη στην 5μερή της Ν. Υόρκης. Αυτό, όμως, εκφεύγει από τους όρους εντολής του από το Συμβούλιο Ασφαλείας, κάτι που υπέδειξε και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης. Πολιτικοί αναλυτές δεν αποκλείουν η Τουρκία να μην θέσει στην 5μερή το θέμα των δύο κρατών για να φανεί διαλλακτική. Αυτό, όμως, θα αναμένουμε να φανεί στην πράξη.
Στην αντίπερα όχθη, η δική μας πλευρά, συνεχίζει να είναι διχασμένη στο τι ζητά και τι επιδιώκει. Τα μεγάλα κόμματα δηλώνουν πίστη στη ΔΔΟ, ενώ τα άλλα κόμματα έχουν επιφυλάξεις ή αντιδράσεις.
Στο μεταξύ, όμως, οι εξελίξεις τρέχουν και ήδη ο ΓΓ του ΟΗΕ, μαζί με την εκπρόσωπο του Τζ. Λουτ ετοιμάζουν μια άτυπη 5μερή διάσκεψη στη Νέα Υόρκη. Το ερώτημα για εμάς είναι τι θα ζητήσουμε στη 5μερή; Θα επαναλάβουμε τα γνωστά περί ΔΔΟ, η οποία όμως δεν μας ικανοποιεί, όπως τη θέλουν οι Τούρκοι και για την οποία πολλά κόμματα έχουν επιφυλάξεις; Θα συζητήσουμε τις νέες αξιώσεις της Άγκυρας για λύση δύο κρατών; Θα προτείνουμε κάτι άλλο ( ; );
Είναι φανερόν ότι από τις τρεις φαινομενικά επιλογές, η δική μας πλευρά θα επιλέξει την πρώτη, δηλαδή την υποστήριξη και πάλι της ΔΔΟ με τις γνωστές παραμέτρους Γκουντέρες. Και αυτό με τη λογική ότι αυτή η πρόταση υποστηρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη, την Ε. Ένωση και τον ξένο παράγοντα και ίσως μπορεί να τη συζητήσει η Τουρκία.
Όμως, το ότι ο ξένος παράγοντας υποστηρίζει αυτή τη μορφή λύσης είναι κάτι για το οποίο πρέπει να προβληματιστούμε. Και αυτό, διότι λόγω της διαχρονικής στρατιωτικής και διπλωματικής αδυναμίας μας, ουδέποτε προτείναμε κάτι άλλο και ουδέποτε ζητήσαμε κάτι καλύτερο. Άρα, ο ξένος παράγοντας «βολεύτηκε» στο να θεωρεί ότι η συγκεκριμένη λύση της ΔΔΟ είναι η μόνη που μπορεί να γίνει αποδεκτή από τα δύο μέρη και η μόνη εφικτή για την Κύπρο.
Σήμερα, όμως, που οι Τούρκοι προσπαθούν να αλλάξουν την ατζέντα και ο ξένος παράγοντας δεν είναι τόσο φιλικός προς την Άγκυρα, ίσως ήρθε η ώρα και η δική μας πλευρά να προβληματιστεί για το είδος της λύσης που θα προτείνει.
Δεν ισχυριζόμαστε ότι με το να διεκδικήσουμε περισσότερα θα τα εξασφαλίσουμε κιόλας. Ειδικά με τη νέα ρητορική του Ερντογάν για διαμοιρασμό των πάντων στην Κύπρο. Όμως, μετά από 47 χρόνια άλυτο το κυπριακό, την Τουρκία πιο απομονωμένη διεθνώς και τον ξένο παράγοντα πιο φιλικό προς εμάς, νομίζουμε ότι έχουμε μια ευκαιρία να βελτιώσουμε τη λύση στο εθνικό θέμα.
Η άτυπη 5μερής στη Νέα Υόρκη μπορεί να αποδειχθεί η ευκαιρία για να θέσουμε το κυπριακό σε μια άλλη βάση συζήτησης. Γι’ αυτό επιβάλλεται να πάμε στη Νέα Υόρκη σωστά προετοιμασμένοι και το κυριότερο να γνωρίζουμε τι μπορούμε να πετύχουμε.
Κάνοντας τις σωστές αξιολογήσεις και διεκδικώντας αυτά που πραγματικά πρέπει, μπορούμε να καταφέρουμε ο κυπριακός Ελληνισμός να σταματήσει να είναι υποχείριο της Βρετανίας και όμηρος της Τουρκίας. Οι δύο αυτές χώρες πρέπει πάση θυσία να παύσουν να έχουν το πάνω χέρι στην Κύπρο. Μόνο έτσι, το εθνικό θέμα θα τεθεί σε ράγες που θα διασφαλίζουν τη συνέχεια του κυπριακού Ελληνισμού στη γη των προγόνων του. Η νέα 5μερής αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση, έχοντας όμως και πολλές παγίδες. Μαζί με την Ελλάδα, ας την αξιοποιήσουμε σωστά, για να θέσουμε τις βάσεις από – τουρκοποίησης της Κύπρου.