του Νικήτα Καστή[1]
Οι διάσπαρτες στη Γαλλική επικράτεια εκδηλώσεις ενός κατ’ ευφημισμό ή ενδεχομένως και υπό διαμόρφωση «αντικομφορμιστικού» κινήματος, αυτού των «κίτρινων γιλέκων», έρχονται να υπενθυμίσουν στους παρατηρητές των εξελίξεων στον αναπτυγμένο κόσμο – γιατί όχι και σε τμήματα του πολιτικού προσωπικού του -, ότι θα πρέπει να συμβιβασθούμε. Με τη διατήρηση, για σημαντικό ακόμη διάστημα, των συνθηκών εκείνων που ευνοούν τον σύγχρονο λαϊκισμό στον 21ο αιώνα.
Η αντίδραση και συχνά αντίσταση στις αλλαγές, που αντικειμενικά και πάντως κατά δήλωση των εισηγητών τους είναι απαραίτητες για την επιβίωση του σύγχρονου δημοκρατικά ελεγχόμενου κράτους δικαίου, με τη διασφάλιση αντίστοιχων επιπέδων διαβίωσης και κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας των αναπτυγμένων κοινωνιών, αντίδραση που αναλαμβάνεται και ενισχύεται, άμεσα ή έμμεσα, από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, οι οποίες στο παρελθόν – με βάση οποιαδήποτε συνεπή κοινωνιολογική ανάλυση – θα θεωρούνταν «αντίπαλες» σε όρους αντικρουόμενων συμφερόντων, εκδηλώνεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Συνήθως με τη μη καθοδηγούμενη κινητοποίηση των εισοδηματικά χαμηλών, των λεγόμενων «λαϊκών» στρωμάτων και με τη σύμπραξη μιας νέας μορφής «λούμπεν προλεταριάτου», που συντηρείται στα μεγάλα αστικά συγκροτήματα μέσω των πλέον «παραδοσιακών» επιδοματικών πολιτικών.
Αυτές οι κινητοποιήσεις, με την έμμεση ενθάρρυνση επιμέρους ομάδων συμφερόντων – συντεχνιακών ή άλλων -, όπως αυτών που ανήκουν στον δημόσιο τομέα ή έχουν διασφαλίσει συντεχνιακά επαγγελματικά δικαιώματα προστασίας και που κατηγοριοποιούνται στα μεσαία εισοδηματικά στρώματα, προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά διατηρησιμότητας και εντέλει επηρεάζουν σημαντικά τις πολιτικές εξελίξεις. Συχνά μεταλασσόμενες σε κινήματα και εντέλει πολιτικές παρατάξεις, επιδιώκοντας να δώσουν μια «διαφορετική απάντηση», από αυτήν που προσφέρουν οι υφιστάμενες, «παραδοσιακές» πολιτικές δυνάμεις. Δημιουργώντας έτσι ανυπέρβλητα προσκόμματα, στις προσπάθειες των εκσυγχρονιστικών και προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ώστε να διασφαλισθεί κατά κάποιιον τρόπο η δίκαιη κατανομή των «μερισμάτων» της ανάπτυξης μέσω της παγκοσμιοποίησης.
Οι δυνάμεις αυτές υιοθετούν συνήθως, στις πιο αναπτυγμένες χώρες και κοινωνίες του Ευρωπαϊκού βορρά, δήθεν πατριωτικό και εντέλει «εθνικιστικό» λόγο. Απαντώντας υποτίθεται στις δυσμενείς συνέπειες της «παγκοσμιοποίησης», με «απλές λύσεις», με το «κλείσιμο» των κοινωνιών και με την υιοθέτηση «κλειστών συνόρων». Αντίστοιχα στον Ευρωπαϊκό νότο, οι θεωρούμενες «αριστερές» πολιτικές δυνάμεις δείχνουν επιρρεπείς και εντέλει «ικανές» να αξιοποιήσουν παρόμοιες αντιδράσεις και ενεργές αντιστάσεις στις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, με σχετικά πολυπληθείς κινητοποιήσεις και ασκήσεις πολιτικής ετοιμότητας, για να καταφέρουν να κάνουν τις διεφθαρμένες «ελίτ», πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές, να «λογοδοτήσουν».
Ανεξάρτητα πάντως από την αρχική πολιτική ταυτότητα των αντιδρώντων, η ενίσχυσή τους ως το πολιτικό ρεύμα της αντίστασης στο σύστημα και στις «ελίτ της παγκοσμιοποίησης» – και στους τραπεζίτες! – και η εντέλει εμπέδωση στάσεων βαθιά συντηρητικών, με βάση τις οποίες ανεξάρτητα από την πολυπλοκότητά τους τα προβλήματα της κοινωνίας απαιτούν «απλές» λύσεις, σε όφελος του λαού, καθιστά εντέλει τον λαϊκισμό, «πατριωτικό» ή άλλο, μιαν αρνητική πραγματικότητα στον αναπτυγμένο κόσμο. Συχνά μάλιστα εμφανίζοντας προοπτικές διακυβέρνησης, όπως οι περίπτωσεις της Ελλάδας, του «αριστερού» λαϊκισμού και της Ιταλίας, της συμμαχίας του «δεξιού» και «αριστερού» λαϊκισμού, επιβεβαιώνουν.
Ταυτόχρονα, είναι ενθαρρυντικό ότι ο λαϊκισμός των αρχών του 21ου δεν χαρακτηρίζεται από τις ίδιες συνθήκες ανάπτυξης, όπως ο λαϊκισμός του μεσοπολέμου, του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, που οδήγησε σε σκληρά αντιδημοκρατικά καθεστώτα και σε καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα δεν υφίστανται συνθήκες εθνικών ταπεινώσεων και ιστορικών εθνικών διαφορών, ούτε και συνθήκες ακραίας φτώχειας και σκληρού βιοπορισμού σε μεγάλα τμήματα των πλούσιων κοινωνιών, που έβγαιναν τότε από έναν άλλον παγκόσμιο πόλεμο. Από την άλλη, οι σύγχρονες εκδηλώσεις λαϊκισμού μπορεί εύκολα να οδηγήσουν τις κοινωνίες σε αδιέξοδα – όπως στην περίπτωση του Brexit –, σε οικονομικές καταστροφές και μακρές περιόδους οικονομικής ύφεσης – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας – ή και σε ακραίες επιλογές τύπου Trump, με ανάλογες δυσμενείς συνέπειες για τη δημοκρατία και την οικονομία των Η.Π.Α., αλλά και για το παγκόσμιο κλίμα σταθερότητας.
Ποιο είναι το κυρίαρχο διακύβευμα στις αναπτυγμένες κοινωνίες σήμερα, η διαχείριση του οποίου δίνει τροφή στον λαϊκισμό; Πρόκειται για την επιτυχή και εντέλει δίκαιη αξιοποίηση των όποιων ωφελειών – ή τον δίκαιο επιμερισμό του κόστους – από την παγκοσμιοποίηση των εθνικών οικονομιών και την ανάδυση των πολυ-πολιτισμικών κοινωνιών. Δεδομένου δε ότι οι εξελίξεις απαιτούν κυρίως τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κράτους, στη διασφάλιση κοινωνικής ευημερίας και κράτους πρόνοιας καθώς και ταυτόχρονα το νοικοκύρεμα των οικονομικών του, οι απαιτούμενες αντιδράσεις μπορεί να είναι ισχυρές από όσους λειτουργούν το κράτος. Οπότε και για την αποφυγή τους, οι κυβερνήσεις διευκολύνονται να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα, εάν δεν αποφασίζουν να αυξήσουν τον προϋπολογισμό του κράτους, με τον απαραίτητο δανεισμό. Και όταν ο τελευταίος δεν βρίσκεται πια, τότε οι υποσχόμενες «απλές λύσεις» – όπως η έξοδος από τη «Ζώνη Σένγκεν», η 13η σύνταξη και η σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού – αποδεικνύονται γρήγορα φρούδες ελπίδες, έχοντας στο μεταξύ επιφέρει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις.
Αυτό άλλωστε συνιστά και τον πραγματικό εφιάλτη για την όποια διακυβέρνηση στην Ελλάδα, μετά την Άνοιξη του 2019. Θα μπορέσει άραγε να «διαπλεύσει» τις συμπληγάδες ισορροπώντας μεταξύ σημαντικών περικοπών των δημόσιων δαπανών, χωρίς όμως τη δραματική μείωση των δημόσιων επενδύσεων και την καταβαράθρωση της ποιότητας των προσφερόμενων δημόσιων αγαθών, με την αύξηση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων φορέων; Ταυτόχρονα με τη σταδιακή μείωση των υψηλότατων φορολογικών και ασφαλιστκών εσόδων του δημοσίου;
Θα τα καταφέρει άραγε; Καλό θα ήταν τουλάχιστον να έχει, στο μεταξύ, δρομολογηθεί μια λειτουργική και επαρκής λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
{Ο Δρ Ν. Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης}