Σε κατάσταση συναγερμού βρίσκεται η Φραγκφούρτη, λόγω των τεραστίων διαστάσεων που προσλαμβάνει η κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τον επιχειρηματικό ιστό της ευρωζώνης.
Σε “alert” είναι και στην Αθήνα, όπου οικονομικό επιτελείο, Τράπεζα της Ελλάδος και τραπεζίτες αναζητούν τρόπους διαχείρισης των εξελίξεων, ώστε αυτές να επηρεάσουν αρνητικά όσο λιγότερο γίνεται τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους, την πραγματική οικονομία.
Συνεχείς είναι οι συσκέψεις των παραγόντων του εγχώριου banking, από το απόγευμα κιόλας της Πέμπτης 12 Μαρτίου, όταν φάνηκε η ανεπάρκεια των άτολμων μέτρων που εξήγγειλε η Λαγκάρντ, με αποτέλεσμα από την επομένη κιόλας να μπαίνει στη «μάχη» το «ιππικό» με τον Ρέγκλινγκ στο «τιμόνι» του Μηχανισμού Σταθερότητας.
Και, προς το τέλος της εβδομάδας, η επικεφαλής της ΕΚΤ να επανέρχεται διευκρινίζοντας πως θα διευρύνει κι άλλο –για όσο χρειαστεί– το εύρος αγορών.
Οικονομικό επιτελείο και τράπεζες καλούνται να (υπό) στηρίξουν τη δοκιμαζόμενη επιχειρηματικότητα και απασχόληση.
Τα μεν κυβερνητικά μέτρα αφορούν, σε αυτήν τη φάση, 220.000 επιχειρήσεις που έχουν κλείσει με 660.000 εργαζομένους και άλλες 100.000 με 200.000 εργαζόμενους που δοκιμάζονται. Το δε τραπεζικό αναλαμβάνει τον ρόλο χρηματοδότη επιχειρήσεων με καταρχάς 2 δισ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ σε συνεργασία με την ΕΤΕπ δημιουργείται εγγυοδοτικός μηχανισμός για δάνεια επενδυτικού σκοπού έως 500 εκατ.
Σε αυτήν την πρώτη «μάχη» προστρέχει και το Ταμείο Επιχειρηματικότητας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, με τα διαθέσιμά του να ενισχύονται κατά 250 εκατ. για τη χορήγηση νέων δανείων σε επιχειρήσεις που πλήττονται με επιδότηση επιτοκίου κατά 100% για μία διετία.
Συνολικά, η άμεση συνεισφορά του τραπεζικού “whatever it takes” ανέρχεται, καταρχάς, σε 2,750 δισ. ευρώ. Συν τω χρόνω, θα προσμετρηθούν: Η ακύρωση των stress tests, εκ των ων ουκ άνευ έτσι όπως διαμορφωνόταν η κατάσταση, πλην όμως συνέβαλε στο να επισπευσθεί η έγκριση του zero risk για τις εγγυήσεις του Δημοσίου που θα χρησιμοποιήσει η Εurobank στη διαχείριση/εκκαθάριση μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στο να δοθεί χρόνος στην ΤτΕ να «οπλίσει».
Σε δεύτερο χρόνο, να γίνουν επιπλέον σχεδιασμοί στην περίπτωση που η Φραγκφούρτη προχωρήσει σε πιο δραστικά μέτρα. Ήδη η προοπτική έκδοσης ευρωομολόγου είναι στο τραπέζι και ήδη γίνεται λόγος για έναν πρώτο γύρο εκδόσεων ύψους 200 δισ. ευρώ.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Αθήνα θα μπορούσε να προσβλέπει ακόμη και σε έως 8 δισ. σε πρώτη φάση, αλλά και στην –έμμεση– ένταξη της χώρας στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, που κατά πάσα βεβαιότητα θα διευρυνθούν.
Ήδη, την Τετάρτη το μεσημέρι, ο υπουργός Οικονομικών εξειδίκευσε τα πρώτα μέτρα που αφορούν στην άμεση τόνωση της ρευστότητας της αγοράς, του επιχειρείν, ενώ η Ελληνική Ενωση Τραπεζών ανακοίνωνε κάλυψη του κόστους των επιτοκίων δανεισμού (μέσω κρατικής επιχορήγησης), συνακόλουθα των χρεολυσίων, έως τουλάχιστον τις 30 Σεπτεμβρίου.
Επιδίωξη η διασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων θέσεων εργασίας, προκειμένου να μην «εκραγεί» η ανεργία, για αυτό και προβλέπεται «ρήτρα απασχόλησης». Παράλληλα, μέσα στα επόμενα 24ωρα, θα εξειδικευθούν δράσεις των συστημικών ομίλων, ώστε να ενεργοποιηθεί διαδικασία εμπροσθοβαρούς χρηματοδότησης επιχειρήσεων και δανειοληπτών.
Σύμφωνα με τα αρχικά πλάνα της Eurobank, της Alpha Bank, της Εθνικής και της Πειραιώς, προοριζόταν να ρίξουν στην αγορά 12-15 δισ. (ανάλογα με την πορεία εκκαθάρισης των NPLs). Προφανώς, τα κεφάλαια που μπορεί να χορηγήσει το εγχώριο banking θα είναι λιγότερα, παρ’ όλα αυτά τους έχει ζητηθεί να έχουν προς διάθεση ένα σημαντικό μέρος για μέχρι και τον Μάιο.
Επιπλέον, έχει γίνει η καταρχήν αξιοποίηση μέρους της ρευστότητας που «άνοιξε» η ΕΚΤ με αρνητικά επιτόκια 0,75%, κεφάλαια που την Τετάρτη είχαν ξεπεράσει τα 100 εκατ. ευρώ.
Η κεντρική τακτική του εγχώριου συστήματος είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων από τη Φραγκφούρτη, ώστε να υπάρχει συνεχής ροή στο «ταμείο» και από εκεί στις επιχειρήσεις, τους επαγγελματίες, ενώ για τους δανειολήπτες οι τράπεζες ετοιμάζουν λύσεις που θα αρχίσουν να «τρέχουν» άμεσα.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα που έχει η χώρα, μπορεί να αντέξει μια ικανή περίοδο αναστολής πληρωμών οφειλών προς το Δημόσιο, υπό προϋποθέσεις και για 3-4 μήνες όμως το πρόβλημα έγκειται στη διαχείριση της πολύ δύσκολης εξίσωσης «υπέρογκα κόκκινα δάνεια/αναπόφευκτη δημιουργία νέων-κατακόρυφη αύξηση επιτοκίων-κίνδυνοι που κρύβονται στη χρηματιστηριακή απαξίωση των συστημικών τραπεζών».
Για τη μεν διαχείριση υφιστάμενων «κόκκινων δανείων» το «πράσινο φως» του SSM στην Eurobank θεωρείται πρόκριμα ανάλογης αντιμετώπισης των αιτημάτων που θα υποβάλουν Alpha Bank, Εθνική και Πειραιώς, ελαφρύνοντάς τες από τον κίνδυνο συμπλήρωσης της διαφοράς από δικά τους κεφάλαια.
Κρίσιμη παράμετρος η αναπόφευκτη δημιουργία «νέας γενιάς» μη εξυπηρετούμενων δανείων, που αναπόφευκτα θα επιβαρυνθεί επιπλέον από το… σιωπηρό «πάγωμα» πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας πέραν και του Μαΐου, αν επιδεινωθεί η κατάσταση. Υπενθυμίζεται πως το 2019 ολοκληρώθηκαν 29.109 πλειστηριασμοί, φέτος είχαν γίνει 1.419 μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, ενώ μέχρι το 2021 υπολογιζόταν πως θα ξεπεράσουν τις 50.000. Πλέον, οι περισσότεροι στόχοι τελούν υπό την αίρεση της χρονικής διάρκειας και την ένταση/έκταση της κρίσης.
Επίσης, πρόσφατα, η ΕΚΤ προχώρησε στην άρση του ορίου αγοράς ομολόγων από τις τράπεζες, εξέλιξη που ανοίγει ένα παράθυρο μελλοντικής ενίσχυσης των τραπεζών. Αυτό γιατί σε διάστημα μηνός όλες οι σειρές ομολόγων «εκτινάχθηκαν», με ενδεικτικό το 3,812% του ομολόγου αναφοράς 10ετούς διάρκειας από το 0,919%.
«Άλμα» που ναι μεν επιβαρύνει το κόστος χρήματος, ωστόσο αφήνει περιθώριο για μεγάλες αποδόσεις αν, στη συνέχεια του έτους, αναστραφεί η καμπύλη επιτοκίων/απόδοσης.
Αδιευκρίνιστο, ωστόσο, παρέμενε το μέσο επιτόκιο, δηλαδή το μέσο κόστος χρήματος που θα χορηγηθεί από το σύστημα, αν και πιθανότατα αυτό θα διαμορφώνεται ανάλογα με τον κλάδο, τον τομέα δραστηριότητας, τη γεωγραφική περιοχή την επιμέρους περίπτωση μιας επιχείρησης, ενός δανειολήπτη. Ωστόσο, η ραγδαία ενίσχυση των επιτοκίων έχει ανεβάσει το ελάχιστο όριο επιτοκίου με το οποίο θα δανειοδοτείται η επιχειρηματικότητα, η πραγματική οικονομία.
Η χρηματιστηριακή κατάρρευση, ο κίνδυνος ΑΜΚ και ο ρόλος του «μαξιλαριού» ρευστότητας
Εύλογο προβληματισμό προκαλεί η χρηματιστηριακή κατάρρευση των τραπεζών, που πλέον με απώλειες 68% από την αρχή του έτους (μέχρι και την Τετάρτη, με τον ΔΤΡ στο νέο ιστορικό χαμηλό των 272,72 μονάδων) είναι μακράν ο κλάδος με τη βιαιότερη διόρθωση από οποιονδήποτε άλλον. Ήδη οι τιμές είναι 30% χαμηλότερα και από τα επίπεδα του 2015, δηλαδή όταν επιβάλλονταν τα capital controls, με τη συνολική αποτίμηση των 4 ομίλων στα όρια των 3 δισ., όταν 3,5 δισ. ήταν μόνο της Eurobank στα μέσα Ιανουαρίου.
Για ορισμένους αναλυτές η εικόνα των τραπεζών, όπως αποτυπώνεται στο χρηματιστηριακό ταμπλό, παραπέμπει σε προεξόφληση νέων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου που θα μπορούσαν να γίνουν δεδομένης της χαμηλής θέσης τους.
Στα 1,20 δισ. η Eurobank, στα 910 εκατ. η Alpha Bank, στα 810 εκατ. η Εθνική και στα 415 εκατ. ανέρχεται η αποτίμηση της Πειραιώς.
Δεδομένου του ότι στις χαμηλές τιμές του 2015 είχαν γίνει οι αναγκαστικές κεφαλαιοποίησεις, στα τρέχοντα ακόμη χαμηλότερα επίπεδα θα μπορούσαν, σύμφωνα με μερίδα αναλυτών, να προχωρήσουν ΑΜΚ που θα ενίσχυαν κεφαλαιακά τη θέση τους.
Με αφορμή τις ιστορικά χαμηλές αποτιμήσεις, άλλοι παράγοντες της αγοράς επαναφέρουν στη σεναριολογία των ημερών μέχρι και υποχρεωτική συνένωση δυνάμεων, σχέδια που παλαιότερα είχαν τεθεί υπόψη και της DG Comp και βεβαίως δεν προχώρησαν.
………………………..
Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 24/03/2020