Με μελανά χρώματα καταγράφει έρευνα της ΓΣΕΒΒΕ το θλιβερό τοπίο που διαμορφώνεται στην ελληνική οικονομία για τις επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας εν μέσω πανδημίας και μέτρων περιορισμού του κορωνοϊού.
Τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής:
• 8 στις 10 (77,7%) επιχειρήσεις που ανέστειλαν μερικώς ή πλήρως τη δραστηριότητά τους προχώρησαν σε αναστολή συμβάσεων εργασίας.
• 1 στις 8 (13,3%) επιχειρήσεις υιοθέτησαν καθεστώς τηλεργασίας για το προσωπικό τους.
• 2 στις 10 (19,9%) επιχειρήσεις που δεν ανέστειλαν τη λειτουργία τους μείωσαν το προσωπικό τους ενώ μόλις 3 στις 100 (3,2%) το αύξησαν.
• 1 στις 8 (12,7%) του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενδέχεται να μειώσουν το προσωπικό τους μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, ενώ μόλις 3 στις 100 (3,4%) δηλώνουν ότι θα προχωρήσουν σε προσλήψεις.
• Με βάση τα στοιχεία αυτά, εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ εάν συνυπολογίσουμε και το εύρημα ότι 1 στις 7 επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.
Οπως αναφέρει η ΓΣΕΒΕΕ, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας κατά το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης της πανδημίας είναι η εξής:
• Αναστολή σε συντριπτικό ποσοστό των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που ανέστειλαν εν όλω ή εν μέρει τη λειτουργιάς τους.
• Πάγωμα προσλήψεων εργαζομένων από τις επιχειρήσεις που συνέχισαν τη δραστηριότητά τους και παράλληλα σημαντική μείωση των θέσεων εργασίας.
• Ραγδαία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης ως αποτέλεσμα της εκθετικής αύξησης της τηλεργασίας, που ωστόσο δεν μπορεί να υιοθετηθεί ευρέως από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Καθώς διανύουμε τις πρώτες μέρες της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, σημαντικοί περιορισμοί έχουν τεθεί στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν μέσα σε ένα έκτακτο αλλά σε κάθε περίπτωση νέο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας και σε μια αγορά στην οποία η υγειονομική κρίση έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά της, με την εκτεταμένη μείωση των εισοδημάτων, τα προβλήματα ρευστότητας και τη μεταφορά υποχρεώσεων για το μέλλον.
Με βάση αυτά, η επόμενη μέρα για την απασχόληση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις φαίνεται πως θα συνεχίσει να διατηρεί τα χαρακτηριστικά που έχουν ήδη διαμορφωθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, 1 στις 8 (12,7%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δηλώνει πως το επόμενο διάστημα θα προχωρήσει σε μείωση προσωπικού. Εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ εάν συνυπολογίσουμε και το εύρημα ότι 1 στις 7 επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000.
Μια επιπλέον αρνητική διάσταση είναι ο περιορισμός δημιουργίας θέσεων εργασίας. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, μόλις το 3,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσαν ότι θα προχωρήσουν σε προσλήψεις προσωπικού το επόμενο διάστημα. Το στοιχείο αυτό, που ακολουθεί την συμπεριφορά που έχει ήδη εκδηλωθεί, δημιουργεί υπαρκτό κίνδυνο περαιτέρω αύξησης της ανεργίας, εάν αναλογιστούμε ότι το χρονικό διάστημα Μαρτίου – Αυγούστου κατά τα τελευταία τρία τουλάχιστον χρόνια είναι το καλύτερο για την απασχόληση. Κατά μέσο όρο, το διάστημα αυτό δημιουργούνται επιπλέον 270.000 θέσεις εργασίας, κυρίως λόγω του τουρισμού.
Το ενδεχόμενο εκτίναξης της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με εκείνα που είχαν καταγραφεί κατά την πιο βαθιά περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο είναι πολύ πιθανό.
Δημιουργούνται προϋποθέσεις για εκτεταμένη φτωχοποίηση του εργατικού δυναμικού της χώρας και διεύρυνσης των ανισοτήτων.
Η εξέλιξη αυτή θα λάβει σοβαρές διαστάσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες, εάν δεν υιοθετηθούν πολιτικές που από τη μια μεριά θα περιορίσουν το «ψηφιακό χάσμα» μεταξύ των επιχειρήσεων και από την άλλη, θα κατανείμουν δίκαια τα βάρη για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ.
Με βάση αυτά -εκτός από τη διεύρυνση των μέτρων ενίσχυσης ρευστότητας των επιχειρήσεων και κάλυψης της απώλειας των εισοδημάτων- πρέπει να διερευνηθεί
- μια συμπληρωματική δέσμη μέτρων, με στόχο την ανάσχεση των δυσμενέστερων επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, απαιτείται η υλοποίηση πολιτικών όπου το κράτος θα διαδραματίσει τον ρόλο του εργοδότη ύστατης καταφυγής, ώστε να αναπληρωθούν, στο μέτρο που είναι δυνατό, οριζόντιες επιδοματικές πολιτικές και να διατηρηθεί ενεργό το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό της χώρας.