Αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις, που απαιτούν ταχύτατα αντανακλαστικά, βρίσκεται, τα τελευταία χρόνια, η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Την τηλευταία τριετία, ο κλάδος αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις, αφενός λόγω της πανδημίας, αφετέρου από τις πρόσφατες αλλεπάλληλες κρίσεις (ενεργειακή, γεωπολιτική).
Για τα παραπάνω θέματα, και για πολλά άλλα, μας μιλά ο κ. Ιωάννης Γιώτης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ).
στην Κυρέλα Πέτρου
Κύριε Γιώτη, πόσο έχουν πλήξει τον κλάδο οι τελευταίες αλλεπάλληλες κρίσεις (ενεργειακή, γεωπολιτική) και ποιες είναι οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών;
Είναι μεγάλο, πλέον, το διάστημα που συνολικά ο αγροδιατροφικός κλάδος αντιμετωπίζει πρωτοφανείς καταστάσεις. Μάλιστα, ακόμη κι όταν κάποια αντιξοότητα έμοιαζε να φτάνει στο τέλος της, μια νέα εμφανιζόταν στην πορεία, για να μας δοκιμάσει ξανά. Πλέον η υγειονομική κρίση, με όσα «μαθήματα» άφησε στο πέρασμά της, μοιάζει παρελθόν (είναι όμως;), οι γεωπολιτικές αναταράξεις δυστυχώς έχουν παγιωθεί, ενώ η ενεργειακή κρίση και οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν να αφήνουν το αποτύπωμά τους σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα και τους καταναλωτές.
Η καθημερινότητα, βέβαια, για τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών δεν προϋποθέτει μόνο πολύ καλά αντανακλαστικά για τη διαχείριση των εκάστοτε κρίσεων και των επιπτώσεών τους. Καλούμαστε, παράλληλα, να ανταποκριθούμε σε πολλαπλές προκλήσεις, οι οποίες άλλοτε απορρέουν ή σχετίζονται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με τις κρίσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, και άλλοτε αποτελούν σημάδια των καιρών και δρομολογούν εξελίξεις.
Τα τελευταία χρόνια, γίνεται έντονη αναφορά στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και τη Στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο». Δεν πρόκειται απλά για μια δέσμη προτάσεων και πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά για ένα νέο μοντέλο μετάβασης σε πιο βιώσιμα συστήματα τροφίμων, που προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή του αγροδιατροφικού κλάδου, πρωτίστως σε εθνικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό, η διασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας και ασφάλειας και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι για τη βιομηχανία μας από τις πιο σημαντικές προκλήσεις.
Ποιες είναι οι προοπτικές που διαφαίνονται για την «επόμενη ημέρα»;
Είναι γεγονός πως το επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι ρευστό και δεν διαφαίνεται άμεσα κάποια μεταβολή. Η απάντηση όμως σε αυτήν τη συνθήκη δεν πρέπει να είναι η αδράνεια, αλλά η αξιοποίηση των νέων δεδομένων και η ανάληψη δράσης.
Οι επιχειρήσεις του κλάδου μας δείχνουν, λοιπόν, τον δρόμο, αναδεικνύουν την αξία της πρωτογενούς παραγωγής για τη μεταποίση, επενδύουν σε νέες τεχνολογίες, προωθούν μεταρρυθμίσεις, προσφέρουν καινοτομίες και ενισχύουν σημαντικά τον εξαγωγικό τους προσανατολισμό. Εφαρμόζουν σύγχρονες βιώσιμες πρακτικές και παράγουν επώνυμα προϊόντα υψηλής ποιότητας, με στόχο αυτά να αποτελούν τη συνειδητή επιλογή των καταναλωτών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επιπλέον, επενδύουν σταθερά στο ανθρώπινο κεφάλαιο και τη γνώση και στον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Αυτό ακριβώς μπορεί να αποτελέσει κομβικό σημείο για τη βιομηχανία μας και μια μεγάλη ευκαιρία, ώστε να επιβεβαιώσει τον καθοριστικό της ρόλο και την αξία της, να αποδείξει ότι είναι ο κλάδος της βιώσιμης επιχειρηματικότητας και της προσαρμογής στις διαρκείς μεταρρυθμίσεις που επιβάλλει η εποχή μας.
Ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας τροφίμων;
Ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο καλούμαστε να δραστηριοποιηθούμε κάθε φορά, είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Για να μπορέσει η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της και να αναπτυχθεί θα πρέπει η πορεία που θα ακολουθήσουμε να μπορεί να συνδυάσει, ισορροπημένα, την επίτευξη των προβλεπόμενων περιβαλλοντικών ή άλλων στόχων με τη διατήρηση της ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής.
Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι η βιομηχανία μας χρειάζεται: τη στήριξη των επιχειρήσεων ενάντια στο αυξημένο ενεργειακό κόστος, την προστασία από αθέμιτες πρακτικές και την προώθηση της εξωστρέφειας των ελληνικών προϊόντων, τη διευκόλυνση στις επενδύσεις και στην απορρόφηση των επενδυτικών προγραμμάτων που αναπτύσσονται από την Πολιτεία, κυρίως όμως την αναγνώριση του σημαντικού ρόλου του κλάδου της αγροδιατροφής για την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Από το περιοδικό ΧΡΗΜΑ