Aπό ΧΡΗΜΑ WEEK
Πρακτικά, το investment grade σημαίνει διεύρυνση της επενδυτικής βάσης, με συνακόλουθη αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης τόσο του ελληνικού Δημοσίου (κρατικού χρέους) όσο και των επιχειρήσεων.
Η είσοδος –οψέποτε έρθει– στο club των «ομολόγων επένδυσης» θα οδηγήσει στην αναβάθμιση και του αξιόχρεου των τραπεζών. Δηλαδή θα μπορεί να δανείζεται με πιο χαμηλά επιτόκια (κόστος) από τη διατραπεζική αγορά και με εγγύηση ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, που θα «τιμολογούνται» στην πραγματική τους αξία. Αυτό, με τη σειρά του, θα καταστήσει φθηνότερο τον δανεισμό για τις τράπεζες, άρα θα υπάρξει και δυνατότητα φθηνότερου δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Με την επενδυτική βαθμίδα τα ελληνικά ομόλογα καθίστανται επιλέξιμα χρεόγραφα για επενδύσεις από μεγάλα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, μακροχρόνιους επενδυτές και συντηρητικά (και ασφαλιστικά ταμεία), αυξάνοντας σημαντικά τη ρευστότητα στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά. Για το σύστημα μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως εχέγγυα έναντι δανεισμού και επίσης δύνανται (κρατικά και εταιρικά ομόλογα) να είναι επιλέξιμα από την ΕΚΤ σε προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, χωρίς να απαιτείται ειδική εξαίρεση (όπως ισχύει σήμερα).
Σε κάθε περίπτωση, συνιστά σημαντική «ένεση» αξιοπιστίας και εμβάθυνσης μιας αγοράς, με αντίκτυπο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε μια περίοδο κατά την οποία έχει να διαχειριστεί αυξημένα κονδύλια (επιδοτήσεις, δάνεια/χορηγήσεις κ.λπ.) του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης.
Αν δεν βρισκόμασταν σε προεκλογική περίοδο, η αγορά θα είχε κάθε λόγο να αυτονομηθεί και να κατακτήσει νέα, υψηλότερα επίπεδα τιμών, καθώς, μετά τις περσινές εντυπωσιακές επιδόσεις των εισηγμένων εταιρειών, τα νέα από τα εγχώρια μάκρο στο ξεκίνημα του 2023 κάθε άλλο παρά αδιάφορα μπορούν να χαρακτηριστούν.
Το πρωτογενές πλεόνασμα του πρώτου τριμήνου, η μείωση της ανεργίας σε χαμηλά δωδεκαετίας, η διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα και η αύξηση των τουριστικών αφίξεων και εισπράξεων έναντι του 2019 δίνουν ένα πολύ θετικό στίγμα για την πορεία της οικονομίας.
Υπό οποιαδήποτε άλλη συνθήκη, η Ελλάδα θα είχε πάρει με βεβαιότητα την επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο ο παράγοντας «εκλογές» και το ρίσκο μιας παρατεταμένης περιόδου ακυβερνησίας λειτουργούν ανασταλτικά στη διατύπωση εκτιμήσεων αξιολόγησης και σε επενδυτές που επιθυμούν μακρύ ορίζοντα κυβερνητικής σταθερότητας.