«Είναι κερδοφόρες ή ζημιογόνες οι ελληνικές ΠΑΕ;». Με αυτό το ερώτημα ασχολείται η τέταρτη ανάλυση επικαιρότητας για το 2024, του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομιών Ερευνών που κυκλοφόρησε σήμερα.
Το ΚΕΠΕ αναφέρει στην περίληψη ότι, ύστερα από αρκετές δεκαετίες συμβολής και συνεισφοράς στα οικονομικά και χρηματοοικονομικά δρώμενα της Ελλάδας, εγκαινιάζει την προσθήκη μίας καινούριας θεματικής ενότητας στην «ερευνητική φαρέτρα» του: αυτή της οικονομικής και χρηματοοικονομικής του αθλητισμού. Το «εναρκτήριο λάκτισμα» αυτής της σειράς δράσεων δίδεται με την τρέχουσα ανάλυση επικαιρότητας, η οποία εστιάζει στις οικονομικές επιδόσεις των ΠΑΕ που συμμετείχαν στην 1η εθνική κατηγορία του Ελληνικού Ποδοσφαίρου, καλύπτοντας τις αγωνιστικές περιόδους 2015/16 έως και 2021/22 με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ).
Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται εάν οι ελληνικές ΠΑΕ είναι κερδοφόρες ή ζημιογόνες, διερευνάται η οικονομική ενίσχυση από τους (μεγαλο)μετόχους τους, παρουσιάζονται βασικά ισολογιστικά μεγέθη, οι οφειλές προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, και οι εταιρικοί φόροι, και υπολογίζονται δείκτες συγκέντρωσης της 1ης εθνικής κατηγορίας ποδοσφαίρου, καθώς και ένας δείκτης αξιοποίησης των συνολικών εσόδων που διαχειρίζονται οι ΠΑΕ. Τέλος, η ανάλυση καταλήγει με εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεων με βάση τα προκύπτοντα ευρήματα.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα:
– Διαπιστώνεται πως οι περισσότερες ΠΑΕ (77,2%) είναι ζημιογόνες διαχρονικά καθώς καταγράφουν ζημιά στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους. Οι συγκεντρωτικές ζημιές (296,33 εκατ. ευρώ) σε επίπεδο πρώτης εθνικής κατηγορίας ξεπερνούν κατά πολύ τα αθροιστικά κέρδη (28,61 εκατ. ευρώ). Το προκύπτον έλλειμμα εσόδων (267,72 εκατ. ευρώ) σε σχέση με τα έξοδα των ΠΑΕ αναπληρώνεται σε μεγάλο βαθμό από τους μεγαλομετόχους τους, οι οποίοι απολαμβάνουν μερισματική πολιτική εν αντιθέσει με την πλειονότητα των χρηματοοικονομικών (και μη χρηματοοικονομικών) επιχειρήσεων.
– Καταγράφονται 14 ΠΑΕ, οι οποίες έχουν υποστεί αρνητικά ίδια κεφάλαια έστω για μία φορά, όπως και αρκετές ΠΑΕ με συνεχείς αρνητικές τιμές στην καθαρή θέση τους.
– Το ελληνικό Δημόσιο συγκεντρωτικά έχει λάβει καθαρούς εταιρικούς φόρους 14,34 εκατ. ευρώ για τέσσερις χρήσεις και έχει προβεί σε καθαρή επιστροφή φόρων 6,84 εκατ. ευρώ σε τρεις χρήσεις. Συγκεντρωτικά η καθαρή είσπραξη του Δημοσίου είναι 7,50 εκατ. ευρώ από εννέα ΠΑΕ.
– Οι οφειλές προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ ανέρχονται σε πάνω από 1,14 δισ. ευρώ (επικαιροποίηση 4/9/23) με μόλις 9 από τις 24 ομάδες που έχουν συμμετάσχει στην πρώτη εθνική κατηγορία να διατηρούν καθαρό μητρώο στη λίστα οφειλετών της ΑΑΑΔΕ , όπου συνολικά υπάρχουν καταγεγραμμένα 21 διαφορετικά ΑΦΜ για τις εναπομείνασες 15 ομάδες.
– Με βάση τους δείκτες συγκέντρωσης και ανταγωνισμού, διαφαίνεται πως υπάρχει χαμηλός ανταγωνισμός και υψηλή συγκέντρωση στην πρώτη εθνική κατηγορία ποδοσφαίρου. Αυτό επιβεβαιώνεται άλλωστε από το εγχώριους τίτλους οι οποίοι κατακτώνται αδιαλείπτως από το γκρουπ των «τεσσάρων μεγάλων» ιδίως από τον ΟΣΦΠ τα πρωταθλήματα και από τον ΠΑΟΚ τα κύπελλα.
– Όσον αφορά στην αξιοποίηση των εσόδων, μαζί με τις οικονομικές ενισχύσεις από τους μεγαλομέτοχος, ως προς την κατάκτηση του πρωταθλήματος είτε του κυπέλλου, προκύπτει πως ο ΠΑΟΚ φέρνει σχετικά καλύτερες επιδόσεις στην αποτελεσματικότητα διαχείρισης εσόδων σε σχέση με την ΑΕΚ και τον ΟΣΦΠ. Επιπροσθέτως, ο ΠΑΟ φέρει τον μικρότερο βαθμό αξιοποίησης των συνολικών εσόδων ανάμεσα στους «big 4», καθώς οι συνολικές πηγές εσόδων της ομάδας φαίνεται πως δεν «πιάνουν τόπο» σε επίπεδο κατακτήσεις τίτλων.
– Σύμφωνα με τα δεδομένα της νομοθεσίας, περί «πλασματικής αξίας» αθλητών και προσαύξησης των ίδιων κεφαλαίων και ότι στο εξεταζόμενο δείγμα υπάρχουν αρκετές ΠΑΕ (41%) με αρνητικά ίδια κεφάλαια, καθίσταται πολύ κρίσιμος ο ρόλος της αρμόδιας επιτροπής για τη συστημική και ετήσια εκτίμηση της αξίας των ποδοσφαιριστών των ΠΑΕ. Τούτο, ανεξαρτήτως εάν προκύπτει ή όχι ανάγκη εφαρμογής του νόμου περί σύνδεσης των ίδιων κεφαλαίων και του 50% του μετοχικού κεφαλαίου.
Επιπλέον, αποτυπώνεται ότι η μεγαλομέτοχοι καταβάλουν, διόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά ποσά, ενισχύοντας οικονομικά τις ζημιογόνες ομάδες τους. Συνολικά πάνω από 261 εκατ. ευρώ έχουν καταβληθεί στις ΠΑΕ από τους μεγαλομετόχους τους. Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι: Τροφοδοτείται αυτή οικονομική ενίσχυση από αλτρουισμό και πρόδηλο ενδιαφέρον και ανιδιοτελή αγάπη για την ομάδα, αδιαφορώντας για την οικονομική επιβάρυνση του προσωπικού χαρτοφυλακίου τους ή αυτή η οικονομική ενίσχυση είναι ένα είδος επένδυσης που μπορεί να αποδώσει στο υπόλοιπο φάσμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους; Ισχύουν μήπως και τα δύο, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η μαζικότητα και η δημοφιλία του ποδοσφαίρου με τυχόν προεκτάσεις του σε κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο ή συντρέχει κάποιος άλλος λόγος;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, σημειώνει το ΚΕΠΕ, παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η οικονομική ενίσχυση των ελληνικών ΠΑΕ από τους μεγαλομετόχους συμβάλει, σε πολλές περιπτώσεις, στην ομαλή συνέχιση της χρηματοοικονομικής λειτουργίας του εκάστοτε συλλόγου και στην μεγέθυνση των ποσών που δαπανώνται για το έμψυχο αγωνιστικό δυναμικό. Εναλλακτικά με την εφαρμογή ενός χρηματοοικονομικού σχεδιασμού τύπου «έσοδα = έξοδα» και δίχως τις προαναφερθείσες «οικονομικές ανάσες» από τους μεγαλομετόχους τα διαθέσιμα συγκεντρωτικά πόσα, ετησίως, για τις μεταγραφές και τις πληρωμές των συμβολαίων των ποδοσφαιριστών θα ήταν πολύ υποδεέστερα για πάμπολλες ομάδες. Ως εκ τούτου καθίσταται σαφές πως, σε συγκεντρωτικό επίπεδο, η πρώτη εθνική κατηγορία ελληνικού ποδοσφαίρου παραμένει βιώσιμη χάρη στις οικονομικές ενισχύσεις των μεγαλομετόχων. Χωρίς αυτές θα έπρεπε να αυξηθούν ισόποσα οι ροές εσόδων (πχ εισιτήρια, διαφημίσεις, χορηγίες) των συλλόγων, ούτως ώστε να αποφευχθεί η συρρίκνωση των εξόδων για μεταγραφές και πληρωμή (παχυλών σε ουκ ολίγες περιπτώσεις) συμβολαίων των ποδοσφαιριστών.
Συνεπώς, η εύρεση τρόπων και μεθοδεύσεων, έτσι ώστε να γίνει πιο ελκυστικό το ελληνικό ποδόσφαιρο, να προωθηθούν Έλληνες παίκτες από τις ακαδημίες στις πρώτες ομάδες, να αυξηθεί η προσέλευση του κόσμου στα γήπεδα και να αυξηθούν οι οργανικές πήγες εσόδων των ομάδων (ιδανικά με «φιλικές» τιμολογιακές πολιτικές εισιτηρίων που να είναι προσιτές προς όλα τα κοινωνικά στρώματα) είναι κάτι που θα πρέπει να απασχολήσει τους αρμόδιους.
Τέλος, με δεδομένη την πιο πάνω χρηματοοικονομική αποτύπωση διαπιστώνεται ότι είναι αναγκαία η ανάδειξη μίας αξιοποίησης της μεθοδολογίας η οποία θα καλύπτει την οικονομική ευρωστία και πραγματική αξία της κάθε ΠΑΕ.