του Νικήτα Καστή[1]
Με το αυξημένο ενδιαφέρον που τα μέσα ενημέρωσης έδειξαν στην εκπαίδευση, στην οργάνωση και χρηματοδότησή της, ενόψει της πιθανής αναθεώρησης του πασίγνωστου πλέον άρθρου 16, του εν ισχύει συνταγματικού χάρτη, φωτίστηκαν εν μέρει πτυχές του σοβαρού προβλήματος υπανάπτυξης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Το οποίο δυστυχώς συνιστά άλλη μιαν Ελληνική “μοναδικότητα” στον αναπτυγμένο κόσμο.
Η υπανάπτυξη αυτή επιφέρει ήδη σωρρευόμενες συνέπειες. Μεσοπρόθεσμα, με τη σχετική υστέρηση σε όρους απασχολησιμότητας των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας, αλλά και μακροπρόθεσμα, με τη συστηματική υποχώρηση της “επάρκειας” των αποφοίτων της σχολικής εκπαίδευσης, με συνέπειες στην ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή – όπως τα σχετικά καταγράφονται σε διεθνείς συγκριτικές μελέτες (PISA και PIAAC του ΟΟΣΑ).
Για όσους λοιπόν πραγματικά ενδιαφέρονται για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της εν προκειμένω υπανάπτυξης, είτε βρίσκονται στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών ή και σ’ αυτόν της άσκησης πολιτικής, θα ήταν χρήσιμο να αποσαφηνισθούν οι συνέπειες αυτές καθώς και να εξειδικευθούν ορισμένες σταθερές σχεδιασμού και άσκησης πολιτικής στον τομέα, για το άμεσο μέλλον. Μια και τα πράγματα επείγουν!
Πρόκειται δυστυχώς για έναν υποτιμημένο έως και τις μέρες μας τομέα πολιτικής, που έχει πλέον αποκτήσει έντονα χαρακτηριστικά πολυθεματικά, τα οποία και απαιτούν διατομεακές παρεμβάσεις κατά τη διεθνή και Ευρωπαϊκή άλλωστε εμπειρία. Καθιστώντας έτσι αναγκαία μιαν ολιστική προσέγγιση στη διακυβέρνηση του τομέα, σε όλο δηλαδή το πεδίο της ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου στις κοινωνίες του 21ου αιώνα. Οι συνέπειες δηλαδή της προαναφερθείσης Ελληνικής “υπανάπτυξης” καταγράφονται ήδη με τη συστηματική απώλεια στην ανταγωνιστικότητα και την υποχώρηση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην εκ των πραγμάτων μειωμένη διαθεσιμότητα επενδύσεων σε τομείς υψηλής τεχνογνωσίας και επομένως εργασίας εκπαιδευτικής έντασης, αλλά και στην υποχώρηση μιας πραγματικά ζωντανής και θετικής στις αλλαγές κοινωνίας των πολιτών (“κοινωνικού κεφαλαίου”).
Γι’ αυτόν τον λόγο, το ενδιαφέρον για τη επιβαρυμμένη κατάσταση και για τις κατάλληλες παρεμβάσεις ανάταξης δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον στους συνήθεις ύποπτους, δηλαδή τους ανθρώπους – “ειδικούς” και επαγγελματίες – της εκπαίδευσης. Αφορούν εξίσου όλους τους ενεργούς πολίτες καθώς και τους ασχολούμενους με τα θέματα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας καθώς και της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Γι’ αυτό και παρεκάλεσα τον φιλόξενο ενημερωτικό ιστότοπο banks.com.gr, που επιδεικνύει πάντα σχετική ευαισθησία για θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, να αναρτήσει το παρόν άρθρο.
Καίριο ερώτημα παραμένει, θα μπορούσαμε άραγε να προχωρήσουμε στις αναγκαίες παρεμβάσεις ανάταξης, με τον “συνταγματικό σκόπελο” του άρθρου 16, δηλαδή χωρίς τη σύσταση μη κρατικών πανεπιστημίων; Η απάντηση είναι ευθέως καταφατική. Μπορούμε άμεσα να προχωρήσουμε σε ρυθμίσεις καλά σχεδιασμένες και θεσμικά κατοχυρωμένες, έτσι ώστε να αναστρέψουμε την κατιούσα πορεία και με την ωρίμανση των συνθηκών, σε ορίζοντα δεκαετίας, να προβούμε τότε στις κατάλληλες εντέλει συνταγματικές διατυπώσεις, οι οποίες θα προσδιορίζουν το πλαίσιο χρηματοδότησης του αγαθού της εκπαίδευσης και των αρχών διακανονισμού της προσφοράς του, σε όφελος της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα όσων το έχουν απόλυτη ανάγκη.
Τί πρέπει να γίνει στο μεταξύ;
Καταρχήν να γίνει κτήμα όλων, ιδιαίτερα όσων ασχολούνται με ή και σχολιάζοντας ενημερώνουν για τα “κοινά”, ότι η εκπαίδευση είναι εξίσου ακριβό και πολύτιμο αγαθό. Που αποδεικνύετα πλέον στις μέρες μας όλο και περισσότερο πολύτιμο στις σύγχρονες κοινωνίες. Η δε επένδυση στη μάθηση, σε κάθε έναν εκπαιδευόμενο, επιστρέφει σταδιακά περισσότερο στο άτομο και λιγότερο στο κοινωνικό σύνολο, με την άνοδο στις εκπαιδευτικές βαθμίδες,. Δηλαδή, για ένα ευρώ επένδυσης στην εκπαίδευση ενός μαθητή Δημοτικού σχολείου, το πιθανότερον είναι ότι η κοινωνία θα έχει οφέλη – επιστροφές – συγκριτικά πολύ μεγαλύτερα από τα οφέλη του ίδιου του μαθητή. Το αντίθετο συμβαίνει αναλογικά με την επένδυση στην εκπαίδευση ενός φοιτητή. Οπότε και το ατομικό όφελος είναι σαφώς μεγαλύτερο απ΄ ό,τι επιστρέφεται στην κοινωνία.
Παρά ταύτα και παρά την αδιαμφισβήτη και καθολική αξία της σχολικής εκπαίδευσης ως κοινωνικού αγαθού, σε απόσταση μάλιστα από τις σχετικά περιορισμένες κοινωνικές επιστροφές της τριτοβάθμιας, στην Ελλάδα καταγράφεται άλλη μια “μοναδικότητα” σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Το Σύνταγμα της χώρας (!) με αφοπλιστική σαφήνεια επιδιώκει να περιορίσει έως αποκλείσει οποιαδήποτε μη κρατική, ιδιωτική συμμετοχή στην προσφορά και στο κόστος (επένδυση) της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τριετούς, τετραετούς ακόμη και της μεταπτυχιακής!
Ως να είναι, η τριτοβάθμια εκπαίδευση, εκπαιδευτικό αγαθό που αξιοποιείται πλήρως από την κοινωνία και όχι από το άτομο που εκπαιδεύεται. Το οποίο, όπως αναφέρθηκε ήδη, αξιοποιεί εντέλει πολλά περισσότερα από ό,τι αξιοποιεί η κοινωνία. Ενώ, αντίθετα, επιτρέπεται η ιδιωτική συμμετοχή και προσφορά σχολικής εκπαίδευσης και μάλιστα, πάλι σε απόσταση από τα ισχύοντα στην Ευρώπη, με το καθεστώς επιχειρηματικής, κερδοσκοπικής δραστηριότητας!
Πάντως, είναι σίγουρο ότι η μη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, δεν εμποδίζει να προχωρήσουμε στις άμεσης προτεραιότητας μεταρρυθμίσεις, με ορίζοντα τριετίας. Και σε συγκεκριμένους τομείς, εκτός της τριτοβάθμιας, η οποία θα έλθει στην πορεία να αξιοποιήσει τις θετικές συνέπειες και τις συνέργειες από τη σημαντική βελτίωση που χρειάζεται να επιδιωχθεί καταρχήν στη Σχολική – και κυρίως στην Πρωτοβάθμια και Γυμνασιακή Εκπαίδευση – καθώς και στη λεγόμενη “Μετα-δευτεροβάθμια” (Μεταλυκειακή) Επαγγελματική Εκπαίδευση. Το τί χρειάζεται να γίνει στους συγκεκριμένους τομείς, αποτελεί από μόνο του αντικείμενο σειράς αρθρογραφίας και μάλιστα για υποψιασμένους και ειδικούς.
Μα για τους πολλούς από εμάς, είναι περισσότερα από εμφανή τα αναμενόμενα οφέλη, από την πρόοδο στα ως άνω πεδία, ιδιαίτερα για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και μάλιστα για τα τμήματα εκείνα της κοινωνίας που έχουν περισσότερο επιβαρυθεί στην περίοδο της κρίσης. Και ταυτόχρονα, μετά από έναν περίπου αιώνα καθυστέρησης και με σημαντική ζημιά στον κοινωνικοοικονομικό ιστό, θα αρχίσει να προσφέρεται, στους νέους, μετά το Λύκειο, μια αξιόπιστη, ποιοτική και με προοπτικές ένταξης στην αγορά εργασίας, εναλλακτική της τριτοβάθμιας εκπαιδευτική βαθμίδα, με επαγγελματικό προσανατολισμό. Έτσι ώστε να μη “στοιβάζονται” τα νέα παιδιά στο Ελληνικό κρατικό πανεπιστήμιο, λόγω ανυπαρξίας άλλης διεξόδου, με συνεχώς και πιο περιορισμένες προοπτικές έγκαιρης και ανάλογης επαγγελματικής απασχόλησης. Και να μην αναγκάζονται να “αποδράσουν” στο εξωτερικό!
Κι εδώ, καλόν είναι να επισημάνουνε άλλη μιαν τραγική παρεξήγηση, η οποία χρησιμοποιείται εσφαλμένα, ακόμη και από τους θετικά διακείμενους πολίτες και πολιτικούς στο “άνοιγμα” της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ιδιωτική συμμετοχή. Το άνοιγμα αυτό θα βοηθήσει στο περιορισμό του αριθμού των νέων που σπουδάζουν στην αλλοδαπή, κυρίως αυτών που αναζητούν να προετοιμασθούν με έγκυρο τρόπο, ώστε εγκαίρως να ενταχθούν, με ανάλογες, αξιοπρεπείς συνθήκες στην αγορά εργασίας. Και όχι τόσον από τους σημαντικά λιγότερους που έχουν φιλοδοξίες για πρώτου επιπέδου ποιότητας επιστημονική εξειδίκευση!
Τέλος, το σπουδαιότερο, ενδεχόμενη ενεργοποίηση του ιδιωτικού, μη κερδοσκοπικού τομέα μπορεί να βρει πεδίον δόξης λαμπρό, με πολλαπλές επιστροφές, για τους νέους και την κοινωνία, με τη σύσταση έγκυρων εκπαιδευτικών οργανισμών, που θα προσφέρουν μεταλυκειακού επιπέδου, επαγγελματικού χαρακτήρα εκπαίδευση (επιπέδου ISCED 5) – όχι “ανώτατη εκπαίδευση”. Με διετή ή και τριετή προγράμματα, που θα περιλαμβάνουν από ένα έως δύο εξάμηνα («περιόδους») κατάρτισης στους χώρους εργασίας – βλ. αναβαθμισμένης «πρακτικής άσκησης». Όπως άλλωστε προσφέρονται σε όλες τις αναπτυγμένες κοινωνίες στις μέρες μας, αφορώντας ποσοστά μεγαλύτερα του 50% των εκάστοτε αποφοίτων της σχολικής εκπαίδευσης (Λυκείου).
Ταυτόχρονα, μια καλά μελετημένη παρέμβαση, κατά την τρέχουσα περίοδο, στο πεδίο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εστιάζοντας στο κανονιστικό πλαίσιο διοίκησης και απολογισμού του έργου των Ελληνικών Πανεπιστημίων και των ΑΤΕΙ – που λειτουργούν με καθεστώς νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου -, θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα σε όσα εξ αυτών το επιθυμούν, καταρχήν να αξιοποιούν ιδιωτικά καταπιστεύματα («δωρεές»). Για τη χρηματοδότηση της έρευνας καθώς και για υποτροφίες, ιδιαίτερα σε φοιτητές που δεν έχουν τόπο διαμονής στην έδρα του εκάστοτε πανεπιστημίου. Και ακόμη, μια καλά στοχευμένη θεσμική ενίσχυση των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών με άλλα Ευρωπαϊκά – και όχι μόνον – πανεπιστήμια, προγραμμάτων που ήδη ενισχύονται πιλοτικά από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα ERASMUS και ERASMUS+, μπορεί να κάνει τη διαφορά!
Μια και, με τις ως άνω ρυθμίσεις, θα προσφέρεται, με ιδιωτικούς πόρους – περιλαμβανομένων διδάκτρων για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα -, πρώτης ποιότητας, κατά τα διεθνή πρότυπα, «ανώτατη εκπαίδευση» αποκλειστικά από τα Ελληνικά δημόσια (κρατικά) πανεπιστήμια, χωρίς παραβίαση της σχετικής πρόνοιας του συντάγματος,! Έτσι, η μετά από δέκα έτη αλλαγή του σχετικού άρθρου του τελευταίου, θα λειτουγήσει ως θεσμικό επιστέγασμα μιας ώριμης και ήδη αποδίσουσας μεταρρύθμισης.
[1] Ο Δρ Νικήτας Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Ανθρώπινου Κεφαλαίου – Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης