Άγγελος Αλαμάνος, Διευθύνων Σύμβουλος, ΣΟΛ Crowe Συμβουλευτική
Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί, την τελευταία πενταετία, έναν από τους βασικούς πυλώνες στρατηγικής για τις ελληνικές επιχειρήσεις, συνδυάζοντας τους οικονομικούς στόχους με τη δέσμευση για κοινωνική ευθύνη και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Οι επιχειρήσεις προσπαθούν να κατανοήσουν το συνεχώς εξελισσόμενο κανονιστικό πλαίσιο και να ενσωματώσουν τις πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης τόσο στον στρατηγικό όσο και στον λειτουργικό τους σχεδιασμό –μια διαρκής διαδικασία, καθώς η αξία της υπεύθυνης επιχειρηματικότητας ενισχύεται με το πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο, δεν βρίσκονται όλες στην ίδια φάση εξέλιξης, δεν αναπτύσσονται με την ίδια ταχύτητα. Ορισμένες έχουν ήδη ενσωματώσει αυτές τις πρακτικές, απολαμβάνοντας τα αντίστοιχα οφέλη, ενώ άλλες βρίσκονται ακόμη σε πρώιμα στάδια και έχουν δρόμο να διανύσουν.
Καθώς οι καταναλωτές και οι επενδυτές απαιτούν όλο και περισσότερο ηθικές και βιώσιμες πρακτικές, οι εταιρείες που ενστερνίζονται την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα αναδεικνύονται ως πιο ανταγωνιστικές, πιο ανθεκτικές και πιο ελκυστικές στις σύγχρονες αγορές.
Η σημασία των κριτηρίων ESG για την προσέλκυση επενδύσεων
Η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG (Environmental, Social, Governance) έχει αναδειχθεί σε βασικό κριτήριο για την προσέλκυση επενδυτών. Τα κριτήρια ESG αφορούν τις περιβαλλοντικές πρακτικές, τις πρωτοβουλίες κοινωνικής ευθύνης και την εταιρική διακυβέρνηση, λειτουργώντας ως δείκτης υπευθυνότητας και διαφάνειας.
Είναι, πλέον, ευρέως αποδεκτό ότι οι επενδυτές δεν περιορίζονται απλώς στην αξιολόγηση των οικονομικών επιδόσεων μιας επιχείρησης, αλλά εξετάζουν και το κατά πόσο αυτή λειτουργεί με υπεύθυνο τρόπο τόσο προς το περιβάλλον όσο και προς την κοινωνία. H υιοθέτηση των καλών πρακτικών ESG είναι ύψιστη προτεραιότητα στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνδέεται άμεσα με την κατεύθυνση των επενδυτικών κεφαλαίων.
Υπεύθυνη επιχειρηματικότητα: Μοχλός ανάπτυξης
Η υπεύθυνη επιχειρηματικότητα αποτελεί μοχλό ανάπτυξης τόσο για τις ίδιες τις επιχειρήσεις όσο και για τις τοπικές κοινωνίες. Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν με υπευθυνότητα δεν περιορίζονται στη συμμόρφωση με τους κανονισμούς, αλλά προχωρούν πέρα από αυτούς, συμβάλλοντας στη βελτίωση των κοινωνικών δομών και της ποιότητας ζωής.
Επιπλέον, οι εταιρείες που υιοθετούν ESG πρακτικές αποκτούν πρόσβαση σε αγορές που απαιτούν υψηλά πρότυπα από τους προμηθευτές τους. Τέλος, η εφαρμογή των κριτηρίων ESG ενισχύει τη σχέση με το ανθρώπινο δυναμικό, προσφέροντας ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον εργασίας.
Με τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, τη συνεργασία με τοπικούς προμηθευτές και τη συμμετοχή σε κοινωφελή έργα οι επιχειρήσεις ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και την οικονομική σταθερότητα.
Παράλληλα, η υπεύθυνη επιχειρηματικότητα λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης και για τη χώρα συνολικά. Ενισχύει την αξιοπιστία του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθιστώντας τη χώρα πιο ελκυστική για ξένες επενδύσεις. Οι εταιρείες που επενδύουν σε βιώσιμες πρακτικές συμβάλλουν στη δημιουργία ενός θετικού επιχειρηματικού κλίματος, που ενθαρρύνει την ανάπτυξη και την καινοτομία. Αυτό οδηγεί στη δημιουργία ενός ισχυρότερου οικονομικού συστήματος, ικανού να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού και της κλιματικής κρίσης.
Συμπέρασμα
Η στρατηγική της βιώσιμης ανάπτυξης και της υπεύθυνης επιχειρηματικότητας είναι αλληλένδετα στοιχεία μιας ολοκληρωμένης επιχειρηματικής στρατηγικής. Οι επιχειρήσεις που ενσωματώνουν κοινωνικές και περιβαλλοντικές αξίες όχι μόνο επιβιώνουν, αλλά και πρωτοπορούν, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας πιο δίκαιης και βιώσιμης κοινωνίας. Η υιοθέτηση πρακτικών ESG, η κοινωνική ευθύνη και η δέσμευση για βιώσιμη ανάπτυξη είναι απαραίτητες για την επίτευξη της επιχειρηματικής επιτυχίας και τη διασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος.
Aπό το περιοδικό ΧΡΗΜΑ