Άθλο της Ελλάδας χαρακτηρίζει η HSBC τη μεγάλη ανάπτυξη 7,5% που επιτυγχάνει η Ελλάδα με μικρότερη (συγκριτικά με την συνήθη συμβολή του), βοήθεια από τον τουρισμό φέτος. Έτσι αναθεωρεί ανοδικά στο 7,5% την πρόβλεψή της για ανάπτυξη φέτος από 4,5% που προέβλεπε πριν. Όπως αναφέρει, το ΑΕΠ της χώρας έχει ήδη ξεπεράσει τα επίπεδα προ της πανδημίας και η Ελλάδα είναι μία από τις πρώτες χώρες της ευρωζώνης που το πέτυχαν αυτό.
Όπως αναφέρει, με βάση την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουρισμό ο οποίος ανακάμπτει αργά (το 2019 ο τομέας αντιπροσώπευε το 10% του ΑΕΠ σε εισπράξεις από το εξωτερικό) ο άθλος της χώρας είναι ακόμα πιο εντυπωσιακός.
Ο διεθνής οίκος δίνει στοιχεία που έχει για τον τουρισμό. Σύμφωνα με αυτά, τον Ιούλιο, οι εισπράξεις ήταν 3,4 φορές υψηλότερες από πέρυσι, φτάνοντας το 61% του 2019 από εισπράξεις στο 31% του 2019 για τον Ιούνιο.
Τον Αύγουστο, η διεθνής επιβατική κίνηση στα ελληνικά αεροδρόμια ήταν στο 77% του 2019, με τα πιο δημοφιλή νησιά να είναι σε ακόμα καλύτερα επίπεδα. Ωστόσο, ο Αύγουστος μπορεί να δει την ισχυρή ορμή να ξεθωριάζει λίγο. Η Ελλάδα βίωσε σοβαρές πυρκαγιές στη νότια ηπειρωτική χώρα, και ορισμένοι περιορισμοί λόγω περιστατικών COVID-19 σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς (Ζάκυνθος, Κρήτη), θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν τους τουρίστες. Πράγματι, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες ανέφεραν ακυρώσεις μεγάλης κλίμακας για τον Σεπτέμβριο.
Η HSBC αναθεωρεί επίσης τις προβλέψεις και για το επόμενο έτος καθώς η Ελλάδα θα εκκινεί τότε από υψηλότερο επίπεδο οπότε προβλέπει ανάπτυξη 5% από 6% Για το 2023, βλέπει ότι η ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι υψηλή στο 4%, με ώθηση από τον τουρισμό και το Ταμείο Ανάπτυξης της ΕΕ.
Βέβαια, σημειώνει ο οίκος, το ΑΕΠ της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι σχεδόν 20% χαμηλότερο από ότι ήταν στις αρχές του 2010, πριν οι κρίσεις δημόσιου χρέους εξαφανίσουν το ένα πέμπτο της παραγωγής της χώρας. Και αν αναλογιστεί κανείς την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουρισμό, το κατόρθωμα είναι πιο εντυπωσιακό.
Στις 22 Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την 11η τριμηνιαία έκθεση «ενισχυμένης εποπτείας» μετά τη διάσωση της χώρας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για την εκπλήρωση των μεταρρυθμιστικών της δεσμεύσεων, υπενθυμίζει ο διεθνής οίκος.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας (αντίστοιχα 9,7% και 205,6% του ΑΕΠ το 2020) εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Μέχρι στιγμής φέτος, παρά την ισχυρή ανάκαμψη, το έλλειμμα είναι κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ότι πέρυσι (5,2% του ΑΕΠ την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου, από 3,2%), λόγω των υψηλότερων δαπανών.
Αυτό αντανακλά εν μέρει τα μέτρα ανακούφισης από τις πυρκαγιές (0,3% του ΑΕΠ) και την περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση που ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η HSBC βλέπει έλλειμμα στο 10,5% του ΑΕΠ φέτος και στο 6,5% το επόμενο έτος. Εάν το έλλειμμα παραμείνει μόνιμα υψηλότερο από ότι πριν από την κρίση, αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει κάποια μέτρα εξυγίανσης.
Η HSBC υπενθυμίζει επίσης ότι η Ελλάδα έλαβε προπληρωμή ύψους 4 δις ευρώ το καλοκαίρι (13% της συνολικής κατανομής) από το Ταμείο Ανάπτυξης με την κυβέρνηση να επιβεβαιώνει πρόσφατα ότι σκοπεύει να ολοκληρώσει μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου και τα 15 μεταρρυθμιστικά ορόσημα που απαιτούνται για να ξεκλειδώσει την επόμενη δόση ύψους 4,1 δις ευρώ (εκ των οποίων 1,97 δις ευρώ από επιχορηγήσεις και 2,12 δις ευρώ από δάνεια με ευνοϊκή μεταχείριση).
Συνολικά, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει 31 δισ. ευρώ από το Ταμείο έως το 2026, τα οποία, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα μπορούσαν να αυξήσουν το ΑΕΠ κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι τότε.
Η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα επειγουσών αγορών της ΕΚΤ για πανδημία (PEPP) παρά το γεγονός ότι δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, οπότε αν το PEPP λήξει τον ερχόμενο Μάρτιο, όπως αναμένει η βρετανική τράπεζα, πιθανότατα θα χάσει την πρόσβαση στο QE.
Η ΕΚΤ χορήγησε επίσης στην Ελλάδα προσωρινή εξαίρεση (έως τον Ιούνιο 2022), ώστε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGBs) να μπορούν να είναι επιλέξιμα ως ενέχυρο στις χρηματοδοτικές πράξεις της. Εφόσον η Ελλάδα μπορεί να κλείσει γρήγορα το έλλειμμά της και λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά ταμειακά αποθεματικά, η απώλεια της πρόσβασης στο QE δεν θα πρέπει απαραίτητα να αποτελεί ανησυχία για τις αγορές.
Ενδεχομένως να είναι πιο προβληματική, καθιστώντας δυσκολότερο για τις τράπεζες να αξιοποιήσουν τα δάνεια TLTROs και να επηρεάσουν τη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς για τα GGBs.
Μέχρι στιγμής, ο αντίκτυπος της πανδημίας στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών και στην ποιότητα του ενεργητικού ήταν περιορισμένος, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προειδοποιήσει ότι ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να μην είναι σαφής πριν από το 2022, όταν λήξουν οι εγγυήσεις του δημόσιου τομέα.
Από τη θετική πλευρά, οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται και ανέρχονται σήμερα σε 166,7 διw ευρώ, σχεδόν 30 δις ευρώ υψηλότερα από ότι πριν από δύο χρόνια, καταλήγει ο οίκος.