Κινδυνεύουμε λιγότερο από το στασιμοπληθωρισμό σε σχέση με τη δεκαετία του ’70 εκτιμά ο καθηγητής οικονομολόγος και πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης, ο οποίος μάλιστα εκτιμά με τα σημερινά δεδομένα ότι για την ώρα δεν προκύπτει σενάριο ύφεσης.

Στα συμπεράσματα αυτά στάθηκε ο κ. Χαρδούβελης μιλώντας από το βήμα του Economist. Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο ο κ.Χαρδούβελης προσεγγίζει το θέμα της ύφεσης, έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

«Στις περισσότερες χώρες το ερώτημα της ύφεσης είναι ερώτημα κυρίως για το τελευταίο τρίμηνο 2022 και για το 2023. Σύμφωνα με αναλυτές στην αγορά, για τις ΗΠΑ οι πιθανότητες είναι 35% και για την ΕΕ 33%.

Σύμφωνα με ακαδημαϊκή έρευνα που έχω κάνει από τη δεκαετία του ΄80 – και ως τώρα δεν έχει κάνει λάθος στην πρόβλεψή της – αν η καμπύλη αποδόσεων, δηλαδή, η διαφορά αποδόσεων στα δεκαετή ομόλογα σε σύγκριση με τα τριμηνιαία γίνει αρνητική για περισσότερο από ένα τρίμηνο, τότε την επόμενη χρονιά έρχεται ύφεση.  Η διαφορά αυτή ακόμα δεν έχει γίνει αρνητική και έτσι ο δείκτης αυτός ακόμα δεν δείχνει ύφεση».

Ο ίδιος ανέφερε: «Παρακολουθώ τι λένε οι επικεφαλής οικονομολόγοι των τραπεζών και τι λέει η Τράπεζα της Ελλάδας. Εμείς, στις τράπεζες, είμαστε αισιόδοξοι για το 2022», είπε ο κ. Χαρδούβελης, ο οποίος πρόσθεσε ότι «ο τουρισμός πάει πολύ καλά», ενώ σε άλλο σημείο πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα πρέπει να ακολουθεί μία αξιόπιστη πολιτική και το κάνει, σε αυτή τη φάση».

Γιατί κινδυνεύουμε λιγότερο από στασιμοπληθωρισμό σε σχέση με το 70

«Την τελευταία χρονιά οι κεντρικές τράπεζες καθυστέρησαν να αντιδράσουν στην αναζωπύρωση του πληθωρισμού», εκτίμησε ο κ. Χαρδούβελης. «Στη δεκαετία του ‘70, οι νομισματικές αρχές στις ΗΠΑ επίσης καθυστέρησαν και φούντωσε στη συνέχεια ο πληθωρισμός», είπε.

«Σήμερα, είμαστε σε καλύτερη θέση από την ενεργειακή κρίση του ‘70, διότι η οικονομία δεν χρειάζεται την ίδια ποσότητα ενέργειας για να παράξει την ίδια μονάδα εθνικού προϊόντος. Η οικονομική δραστηριότητα είναι λιγότερο εξαρτημένη από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες σήμερα είναι ανεξάρτητες και σε καλύτερη θέση από τη δεκαετία του ’70, ενώ η διαπραγματευτική δυνατότητα των συνδικάτων για να επιβάλουν αυτόματη αναπροσαρμογή μισθών είναι λιγότερο ισχυρή σε σχέση με τη δεκαετία του ’70.

Για τους λόγους αυτούς, κινδυνεύουμε λιγότερο σήμερα από το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού», συμπέρανε.

«Η κυβέρνηση βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Προσπαθεί να μειώσει την αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στα ευάλωτα νοικοκυριά. Έχουμε μάθει από τις προηγούμενες κρίσεις.  Το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι παγκόσμιο φαινόμενο, όχι μόνο ελληνικό.

Στον αντίποδα, υπάρχει και μία θετική επίδραση του πληθωρισμού, στους δείκτες των δημόσιων οικονομικών. Για παράδειγμα, στο τέλος του 2022, ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να έχει μειωθεί από το 1,93 στο 1,73.

Το πρόβλημα με τον πληθωρισμό αφορά τους επόμενους 12 μήνες και όχι τα επόμενα πέντε χρόνια. Οι προσδοκίες για το μακροπρόθεσμο πληθωρισμό, έχουν μεν αυξηθεί πάνω από το στόχο του 2%, αλλά εξακολουθούν και βρίσκονται πολύ κοντά στο στόχο.

Για να ευοδωθούν οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες θα πρέπει όμως να πολεμηθεί ο σημερινός πληθωρισμός ώστε να μην δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος, ένα σπιράλ αυξήσεων πληθωρισμού, προσδοκιών για τον πληθωρισμό, νέου πληθωρισμού. Η Ελλάδα πρέπει να ακολουθεί μία αξιόπιστη πολιτική και το κάνει, σε αυτή τη φάση», κατέληξε.

Νίκος Κωτσικόπουλος