Αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο μίας ακόμη έκδοσης «ελληνικού χρέους» μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου, ολοκληρώθηκε την προηγούμενη Τετάρτη το άτυπο conference της Αθήνας με τους εκπροσώπους των ισχυρών funds που υπερκάλυψαν το re-opening του 10ετούς ομολόγου.
Τα διαδικαστικά είναι γνωστά: προσφορά μεγαλύτερη των 18 δισ. από primary και secondary dealers, επιτόκιο στο 1,23%, «υποχρέωσαν» τον ΟΔΔΗΧ να «τραβήξει» τελικά 2,5 από το 1,5-2 δισ., που αρχικά είχε σχεδιαστεί. Ο λόγος, σύμφωνα με πηγή της Ομήρου, «(…) η πιεστική ζήτηση από το λεγόμενο real money και μακρο-επενδυτές, αλλά και η παρουσία νέων παικτών, που θα μας φανούν χρήσιμοι στη συνέχεια…».
Επρόκειτο για την τρίτη «έξοδο» στις αγορές μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού (μάλιστα η μία πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες lockdown), την πέμπτη συνολικά για φέτος και με option για μια έκτη.
Το έδαφος είχε προετοιμαστεί μεθοδικά το προηγούμενο διάστημα, με τελευταία δοκιμή τη δημοπρασία σειράς εντόκων εξάμηνης διάρκειας, μία εβδομάδα πριν. Η Αθήνα ζητούσε 635, προσφέρθηκε σχεδόν 1 δισ. (για την ακρίβεια 984 εκατ.) με επιτόκιο μηδενικό, που πρακτικά σημαίνει πως funds «παρκάρουν» κεφάλαια σε μέρη ελληνικού χρέους, εμπιστευόμενα τη διπλή εγγύηση που δίνεται από την ΕΚΤ (συμπερίληψη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ΡΕΡΡ, διεύρυνση του ορίου αγοράς ομολόγων από τις τράπεζες στο πλαίσιο των TLTROs) και την εγγυοδοσία του ελληνικού προγράμματος για την επόμενη 13ετία.
Δεν είναι τυχαίο πως τόσο η πρόεδρος της ΕΚΤ, που φρόντισε μέσω έργων να εγγυηθεί το «αξιόχρεο», όσο και ο επικεφαλής του ESM, με δηλώσεις του για την εξυπηρεσιμότητα του ελληνικού χρέους, έστειλαν τα μηνύματά τους στις αγορές, στα πανίσχυρα funds.
Το δέλεαρ των ελληνικών τίτλων συνίσταται στην απόδοσή τους (στο 1,145% το 10ετές), στην προοπτική απόκτησης (κάποια στιγμή) της επενδυτικής διαβάθμισης, κυρίως όμως της διαμόρφωσης δευτερογενούς αγοράς τίτλων, με βάθος και ωρίμανση που θα διαμορφώνει προϋποθέσεις μόχλευσης για ακόμη υψηλότερες αποδόσεις.
Η Ελλάδα έχει γύρω στα 60 δισ. ομόλογα και τίτλους σε κυκλοφορία, με τα 13 δισ. σε μορφή εντόκων, με την προοπτική να αυξήσει τόσο την ποσότητα όσο και τον ρυθμό κυκλοφορίας τους. Αυτό εξηγεί τον ευρύτερο σχεδιασμό, που προέβλεπε σε πρώτη φάση την παρουσίαση (αρχές Δεκεμβρίου) του προγράμματος, την τακτικότητα των εκδόσεων (για αυτό και η επιμονή για έκδοση ακόμη και μέσα στο lockdown), τη συνέπεια στις συναντήσεις με τους ξένους και το έξυπνο rotation τόσο όσον αφορά στους κύριους αναδόχους όσο και στους προτιμητέους κύριους αγοραστές. Δεν είναι τυχαίο πως τη διαδικασία της «επανέκδοσης» του τίτλου του Ιουνίου ανέλαβαν οι οίκοι: Citi, Morgan Stanley, Barclays, IMI-Intesa SanPaolo, Nomura και Société Générale. Δηλαδή στο re-opening δεν συμμετείχαν δύο πανίσχυροι αμερικανικοί οίκοι, η JP Morgan και η Goldman Sachs, και δύο γερμανικοί, η Deutsche Bank και η Commerzbank. Το πιθανότερο είναι πως αν υπάρξει κι άλλη έκδοση τον Νοέμβριο (;) κάποιοι εξ αυτών θα συμπεριληφθούν στην ομάδα των αναδόχων.
Εύλογο το όφελος για το οικονομικό επιτελείο, καθώς μέσω αυτής της διαδικασίας αντλεί πολύτιμη ρευστότητα (καλύπτοντας σημαντικό μέρος των αυξημένων αναγκών/υποχρεώσεων), συντηρεί το «μαξιλάρι» σε επίπεδα μεγαλύτερα των 34 δισ. (όπως ήταν ο στόχος, σύμφωνα με το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της Deal), ενδυναμώνει τις σχέσεις της Αθήνας με τις αγορές (funds), διαμορφώνοντας ακόμη πιο πρόσφορο έδαφος για την ακόμη δυσκολότερη συνέχεια.
Κι αυτά σε μια συγκυρία κατά την οποία οι μόνοι πόροι που έχουν εκταμιευθεί από τις Βρυξέλλες είναι “peanuts” (κι αυτά μέσω SURE, εγγυήσεων για τα ΤΕΠΙΧ ΙΙ), τα δε κεφάλαια του περίφημου Next Generation EU θα πρέπει κάποιος να τα αναζητήσει στο… πρώτο τρίμηνο του 2021 (και αν…), με την ελληνική πλευρά να ενεργεί κυρίως με ίδια μέσα και με την πολύτιμη (υπό)στήριξη της Φραγκφούρτης.
Το επίσης σημαντικό για την ελληνική πλευρά είναι πως με αυτόν τον τρόπο «αγοράζει» χρόνο και goodwill, περιορίζοντας (ή και μηδενίζοντας) τον κίνδυνο να μείνει εκτός αγορών όταν θα ολοκληρωθεί το ΡΕΡΡ (έχει παραταθεί μέχρι το τέλος Ιουνίου 2021, με ανοιχτό το ενδεχόμενο… “whatever it takes”) και δεν θα μπορεί να συμμετάσχει σε «τακτικό QE» (για όσο θα παραμένει χωρίς πιστοληπτική διαβάθμιση).
Η διατήρηση ενός σχετικά επαρκούς «μαξιλαριού» ρευστότητας είναι ένας τρόπος για να πείσει τους μελλοντικούς αγοραστές ελληνικών ομολόγων πως η χώρα έχει αρκετά λεφτά για να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Τα χαμηλά επιτόκια καθιστούν λιγότερο ακριβό αυτόν τον τρόπο διατήρησης αποθεμάτων ρευστότητας, με το επίσης σημαντικό ότι διατηρεί σε πλεονεκτική θέση τη χώρα και για το 2021 (αν παραμείνουν, όπως εκτιμάται, χαμηλά τα επιτόκια).
……………………..
Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 8/09/2020