Σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στο iw, ο πρόεδρος και CEO της νεοεισηγμένης στο ΧΑ Interlife AAΕΓΑ, Γιάννης Βοτσαρίδης, εκφράζει την αισιοδοξία του για τους ρυθμούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, ενώ επικροτεί τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις επικουρικές συντάξεις. Πιστεύει ακόμη ότι η συμμετοχή των ασφαλιστικών εταιρειών στην υγειονομική περίθαλψη έχει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης στη χώρα μας, ενώ διαπιστώνει ότι το νομοσχέδιο για την ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών δεν παρέχει κίνητρα για την ιδιωτική ασφάλιση, επιμένοντας σε λύσεις δημόσιου χαρακτήρα.
iw? Είστε η πρώτη ελληνική εταιρεία, μετά από πολλά χρόνια, που τολμά να διαβεί τις «πύλες» του ελληνικού χρηματιστηρίου. Πώς βλέπει μια μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία, όπως η Interlife, τις προοπτικές της οικονομίας και της ελληνικής κεφαλαιαγοράς;
απ. Είναι σαφές ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τουλάχιστον για το τρέχον έτος, εξαρτώνται από την εξέλιξη της πανδημίας και των εμβολιασμών, με το δεύτερο εξάμηνο του 2021 να έχει θετικές προβλέψεις, εφόσον η οικονομία είναι ανοιχτή, και με το στοίχημα του τουρισμού φέτος να είναι καλύτερο από πέρυσι.
Παράλληλα, αναμένεται από τον Σεπτέμβριο η έναρξη ροής των πρώτων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. Τέλος, οι προβλέψεις διεθνών και θεσμικών φορέων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2021 συγκλίνουν στο 3,8%-4%, ενώ για το 2022 είναι ακόμη καλύτερες.
iw? Διεθνώς, καταγράφεται μια σημαντική κινητικότητα αποεπενδύσεων και εξαγορών μεταξύ πολυεθνικών ασφαλιστικών ομίλων. Αυτή η τάση συγκέντρωσης ή αποχωρήσεων πολυεθνικών «παικτών» από την ελληνική αγορά πού θα οδηγήσει;
απ. Στη χώρα μας έγιναν δύο μεγάλες συναλλαγές τους τελευταίους μήνες, που ήταν σχετικά ώριμες. Γενικότερα, δεν βλέπω ιδιαίτερα αυξημένη τάση συγκέντρωσης ή αποχωρήσεων από πολυεθνικούς «παίκτες», τουλάχιστον όχι περισσότερο από τη συνήθη ή την αναμενόμενη σε μια, ούτως ή άλλως, πολύ «ρηχή» ασφαλιστική αγορά (μόλις 2% του ΑΕΠ), όπως είναι η ελληνική.
Άλλωστε, οι πολυεθνικές ασφαλιστικές μάς έχουν συνηθίσει να προχωρούν σε τέτοιες κινήσεις με χαρακτηριστική ευκολία. Ενδεχομένως, η κινητικότητα αυτή να συνεχιστεί, ανάλογα με τα ειδικά συμφέροντα των «παικτών» της αγοράς.
iw? Το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις φυσικές καταστροφές, ενώ υιοθετεί πολλές από τις απόψεις της ασφαλιστικής αγοράς, τελικά, δεν τόλμησε το μεγάλο βήμα. Τι, κατά την άποψή σας, λείπει; Πώς πρέπει να νομοθετήσει την επόμενη φορά η κυβέρνηση;
απ. Σωστά το θέσατε, «τελικά δεν τόλμησε το μεγάλο βήμα». Το οποίο, όπως πολύ εμπεριστατωμένα είχε τεθεί και από την ΕΑΕΕ, ήταν η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών.
Αυτό δεν έγινε. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που κατατέθηκε, δεν παρέχονται επαρκή κίνητρα (κυρίως φορολογικά) για την ασφάλιση περιουσίας έναντι φυσικών καταστροφών, ενώ η όλη φιλοσοφία του νομοσχεδίου παραπέμπει στην ίδια αναχρονιστική προσέγγιση και σε λύσεις δημόσιου χαρακτήρα (κρατική αποζημίωση), αντίθετα με τις βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών, αποκλείοντας τη συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης στην ανάληψη των κινδύνων.
Επιπλέον, σημαντικό ζητούμενο παραμένει η εξεύρεση των αναγκαίων πόρων από το Δημόσιο για την κάλυψη των ζημιών, ενώ δεν έχει ληφθεί υπ’ όψιν η πρόταση των ασφαλιστικών για καθιέρωση υποχρεωτικής ασφάλισης κατοικιών από σεισμό, σε μια χώρα ιδιαίτερα σεισμογενή, όπως η Ελλάδα.
Στα θετικά των τροποποιήσεων του νομοσχεδίου είναι το ότι η αποζημίωση που θα δίδεται από ασφαλιστική εταιρεία για καταστροφικό συμβάν θα είναι «αφορολόγητη, ακατάσχετη και ανεκχώρητη» στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, θα έχει δηλαδή την ίδια μεταχείριση με την επιχορήγηση (αποζημίωση) του κράτους.