Ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας στο «ΒΒ+», ο Γερμανικός Οίκος Scope επαναλαμβάνοντας τις θετικές προοπτικές.

Οι μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις της Ελλάδας σε «BB+/θετικό outlook» υποστηρίζονται από πολλαπλά πλεονεκτήματα:

  1. Από την ισχυρή ευρωπαϊκή θεσμική υποστήριξη με εφαλτήριο την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, με τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
  2. Αυτά περιλαμβάνουν προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και μια χαλάρωση των απαιτήσεων του πλαισίου εξασφαλίσεων, όπως τα waiver που επέτρεψαν, από το 2020, την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως collateral για τις νομισματικές πράξεις της ΕΚΤ παράλληλα με την επιλεξιμότητα των ελληνικών χρεογράφων στο πλαίσιο του PEPP.

Η υποστήριξη από την ΕΚΤ έχει ενισχυθεί από το 2022 μέσω:

i) της επιβεβαίωσης ότι, κατά τη φάση επανεπένδυσης των λήξεων του PEPP, ενδεικτικά τουλάχιστον έως το τέλος του 2024, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα παραμένουν επιλέξιμα για αγορές πέραν του roll over των εξαγορών.

ii) παράταση του waiver σχετικά με την καταλληλότητα των ελληνικών ομολόγων με ασφάλεια στο πλαίσιο της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του Ευρωσυστήματοςς έως τουλάχιστον την ολοκλήρωση της φάσης επανεπένδυσης PEPP. και

iii) την ανακοίνωση ενός προγράμματος «κατά του κατακερματισμού» για την αποφυγή μιας υπερβολικής διεύρυνσης των spreads στην Ευρωζώνη – υποστηρίζοντας τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στην ελληνική οικονομία.

 

Τέτοια μέτρα υπερβαίνουν αυτά που είχαν ανακοινωθεί προηγουμένως για τη στήριξη των ελληνικών αγορών ομολόγων και καταδεικνύουν ένα πιο διαρκές backstop της ΕΚΤ για την Ελλάδα, δυνητικά πέρα από την κρίση της πανδημίας.

Επιπλέον, μια έντονη μείωση του δείκτη δημοσίου χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 2020 αντιπροσωπεύει μια πιστωτική ισχύ, υποστηριζόμενη από την οικονομική ανάκαμψη, τον αυξημένο πληθωρισμό παράλληλα με την εξυγίανση του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος.

Η δημοσιονομική δυναμική ενισχύεται περαιτέρω από τις προηγούμενες σημαντικές βελτιώσεις στη δομή του δημόσιου χρέους.

Τέλος, οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχουν περιορίσει σημαντικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και έχουν ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, ενώ έχουν δρομολογηθεί πολιτικές που κινητοποιούν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, μετριάζουν τα εμπόδια που συνδέονται με τις αδυναμίες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και τις ιστορικά χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις.

  • Η Scope εκτιμά πως η ανάπτυξη για την Ελλάδα θα φτάσει το 1,3% για το 2023 και στο 2% το 2024, μετά από το +8,4% το 2021 και το εκτιμώμενο +4,9% το 2022.

Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας εξακολουθούν να αμφισβητούνται από:

  1. Το υψηλό δημόσιο χρέος, που αντιπροσωπεύει μια συνεχιζόμενη ευπάθεια καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρωζώνης, εν μέσω του αυξημένου πληθωρισμού και των αυξήσεων των επιτοκίων. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση μιας ισχυρής δομής χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, τη σταδιακή μετάβαση του χρέους από το δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα και μικρότερους μέσους όρους διάρκειας του νέου χρέους, αντανακλά μια πιστωτική πρόκληση.
  2. αδυναμίες του τραπεζικού τομέα που σχετίζονται με τους μειωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, την ενίσχυση των διασυνδέσεων κρατικών τραπεζών και τα αυξημένα NPLs σε σύγκριση με τους μέσους όρους της Ευρωζώνης αντικατοπτρίζουν μια πιστωτική αδυναμία.
  3. Τέλος, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες με τη μορφή μιας μέτριας μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής, η υψηλή ανεργία, η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, η μη ελαστική αγορά εργασίας, περιορίζουν τις αξιολογήσεις.

Οι μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν κατά μία βαθμίδα (επενδυτική βαθμίδα) εάν υπάρξει: i) η διατήρηση της ευρωπαϊκής στήριξης για την Ελλάδα που ενισχύει την υποστήριξη των ελληνικών αγορών χρέους και της βιωσιμότητας του χρέους ii) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρούν την ισχυρή και διαρκή πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους. iii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού κλάδου μειωθούν περαιτέρω, ενισχύοντας την παροχή πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα. iv) οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιορίζονται, ενισχύοντας τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.

Αντιθέως, το outlook θα μπορούσε να αναθεωρηθεί σε σταθερό εάν: i) η στήριξη της Ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος περιοριζόταν ή αποδεικνυόταν αναποτελεσματική, ii) οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμένουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή επέρχεται πιο σοβαρή οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας ή αναστρέφοντας μια τρέχουσα τροχιά μείωσης του δείκτη δημόσιου χρέους· iii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα εντείνονται εκ νέου, iv) η δέσμευση μεταρρυθμίσεων εξασθενεί μετά τις εκλογές του 2023, μετριάζοντας τις προοπτικές για περικοπή των μακροοικονομικών ανισορροπιών και υπονομεύοντας την ενδεχόμενη ευρωπαϊκή στήριξη