Σημαντική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος καταγράφεται τον Μάρτιο, καθώς ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος διέκοψε την ανοδική τροχιά των τελευταίων μηνών και υποχώρησε σε χαμηλότερα επίπεδα. Ακόμη, αυξήθηκε το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα».
Ειδικότερα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Μάρτιο κινείται εντόνως πτωτικά στην Ευρωζώνη, μειούμενος κατά 1,6 μονάδες (στις 112,6 μον.), αλλά και την ΕΕ, κατά 1,9 μονάδες (στις 112,5 μον.)1, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλά επίπεδα.
Συγκεκριμένα, στην Ευρωζώνη, η επιδείνωση των προσδοκιών προέρχεται από τη μείωση των δεικτών σε όλους τους τομείς, εκτός από τις Κατασκευές, όπου καταγράφεται βελτίωση (+0,9).
Σύμφωνα με την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της σημαντικής εξασθένησης των επιχειρηματικών προσδοκιών σε όλους τους επιμέρους τομείς της οικονομίας, οι οποίες άλλωστε ήταν και αυτές που είχαν δώσει μια δυναμική ανόδου το προηγούμενο διάστημα.
Συγκεκριμένα, στο Λιανικό εμπόριο (-2,9), τη Βιομηχανία (-1,6) και στις Υπηρεσίες (-1,3) καταγράφονται υποτονικότερες προσδοκίες τον Μάρτιο, ενώ στην καταναλωτική εμπιστοσύνη (+0,0) σημειώνεται σταθερότητα στον σχετικό δείκτη. Σε επίπεδο των μεγαλύτερων χωρών, ο δείκτης επιδεινώνεται σε όλες: στην Ολλανδία (-0,5), την Ιταλία (-1,8), την Ισπανία (-1,2), την Γερμανία (-2,4) και την Γαλλία (-0,4).
Σε επίπεδο ΕΕ, καταγράφεται χειροτέρευση στον δείκτη κλίματος στην Πολωνία (-2) και εντονότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο (-4,2). Σε τομεακό επίπεδο, οι προσδοκίες ακολουθούν την τάση της Ευρωζώνης.
Οι επιχειρηματικές προσδοκίες επιδεινώνονται εντονότερα στις Κατασκευές και τη Βιομηχανία και λιγότερο στις Υπηρεσίες και το Λιανικό εμπόριο. Αντίθετα, στην πλευρά της καταναλωτικής εμπιστοσύνης καταγράφεται σταθερότητα. Η συνολική τάση του δείκτη αντανακλά μια διόρθωση των, ίσως υπερβολικά αισιόδοξων προσδοκιών, που καταγράφονταν τους προηγούμενους μήνες από την πλευρά των επιχειρήσεων. Καθώς δεν έχει προκύψει κάποια ιδιαίτερα δυσμενής εξέλιξη στην οικονομία κατά το προηγούμενο μήνα, αντίθετα η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες παραμένει ισχυρή από το εξωτερικό της χώρας, είναι πιθανόν αυτή η διόρθωση να συνδέεται με την αβεβαιότητα που αναπτύσσεται και ευρύτερα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Εξάλλου, ο συνδυασμός, από τη μια πλευρά, της συνεχιζόμενης επίπτωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, και, από την άλλη, η εντεινόμενη έλλειψη σαφήνειας και συναίνεσης για τους όρους χρηματοδότησης της χώρας μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, προκαλεί προβληματισμό και λειτουργεί ανασχετικά στη δυναμική επιτάχυνσης της ανάπτυξης.
Αναλυτικότερα:
– Στη Βιομηχανία, οι δείκτες προσδοκιών διαμορφώθηκαν στις +5,5 και +6,4 μονάδες σε ΕΕ και Ευρωζώνη. Οι προσδοκίες για την εξέλιξη της παραγωγής μεταβάλλονται αρνητικά και στις δύο ζώνες, όπως και οι εκτιμήσεις για τα επίπεδα παραγγελιών και ζήτησης, με τα εκτιμώμενα αποθέματα να κλιμακώνονται.
– Στις Υπηρεσίες, οι δείκτες προσδοκιών διαμορφώθηκαν στις +14,4 και +16,3 μονάδες σε ΕΕ και Ευρωζώνη αντίστοιχα. Οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για την τρέχουσα δραστηριότητά τους μεταβάλλονται αρνητικά και στις δύο ζώνες, όπως και οι αντίστοιχες για την τρέχουσα ζήτηση, αλλά και οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξή της.
– Στο Λιανικό Εμπόριο, οι σχετικοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις +3,4 και +1,6 μονάδες αντίστοιχα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Οι εκτιμήσεις για την τρέχουσα επιχειρηματική δραστηριότητα μεταβάλλονται αρνητικά και στις δύο ζώνες, ενώ οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα υποδηλώνουν μικρή κλιμάκωση στην Ευρωζώνη. Τέλος, οι προβλέψεις για τις πωλήσεις τους επόμενους μήνες επιδεινώνονται και στις δύο ζώνες.
– Στις Κατασκευές, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών κινήθηκε στις +3 μονάδες στην ΕΕ και τις +5,2 μονάδες στην Ευρωζώνη. Οι προβλέψεις για το επίπεδο των εργασιών βελτιώνονται στην Ευρωζώνη, με τις προβλέψεις για την απασχόληση να κερδίζουν έδαφος οριακά και στις δύο ζώνες.
– Ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης διαμορφώνεται στις -0,3 και +0,1 μονάδες στην ΕΕ και την Ευρωζώνη αντίστοιχα. Οι προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους κερδίζουν οριακά έδαφος στην ΕΕ, ενώ οι αντίστοιχες για την γενική κατάσταση της οικονομίας μεταβάλλονται αρνητικά σε αμφότερες τις ζώνες. Στην πρόθεση αποταμίευσης καταγράφεται επιδείνωση στην Ευρωζώνη, ενώ οι προβλέψεις για την εξέλιξη της
ανεργίας επιδεινώνονται στην ΕΕ.
Απαισιόδοξες προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας και των νοικοκυριών
Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ουσιαστικά διαμορφώθηκε τον Μάρτιο στο επίπεδο του Φεβρουαρίου, στις -52,8 (από -53,0) μονάδες, σε επίπεδο όμως σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό (-74,4 μονάδες). Η σταθερότητα του δείκτη εκτιμάται ότι οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τον Μάρτιο δεν έλαβαν χώρα σημαντικές πολιτικοοικονομικές εξελίξεις π.χ. σχετικά με την τέταρτη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος, οι οποίες συνήθως προξενούν αβεβαιότητα στα νοικοκυριά. Από την άλλη πλευρά, η μη μεταβολή της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, μετά τη μικρή επιδείνωσή της τον Φεβρουάριο, αναδεικνύει το ότι οι τρέχουσες συνθήκες δεν συγκροτούν ένα περιβάλλον ταχύτερης ανάκαμψης της οικονομίας συνολικά. Αυτό καταδεικνύει και η μικρή επιδείνωση των προβλέψεων για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, καθώς και της χώρας. Οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν οι πλέον απαισιόδοξοι στην ΕΕ.
Αύξηση του ποσοστού των καταναλωτών που δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα»
Ως προς τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι “μόλις τα βγάζει πέρα” αυξάνεται ελαφρά τον Μάρτιο στο 67% (από 64%), ενώ διατηρείται σταθερό στο 11%, το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ παραμένουν στο 7% του συνόλου, ενώ όσοι δηλώνουν ότι “έχουν χρεωθεί” μειώνονται ήπια στο 15% (από 17%).